Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Πρώτα, πικρά, διδάγματα μιας σύντομης κυβερνητικής εμπειρίας μεταρρυθμιστικής πολιτικής


του Αντώνη Μανιτάκη




H σύντομη αλλά συγκλονιστική, για μένα τουλάχιστον, υπουργική εμπειρία με γέμισε με πολλά και ποικίλα βιώματα, με πολλά και αντιφατικά συναισθήματα, και με φόρτωσε, ταυτόχρονα, με πολλές και βαριές προσωπικές ευθύνες για το αύριο, με αφορμή αυτό που έκανα ή παρέλειψα ή απέτυχα να κάνω και κυρίως σε σχέση με αυτά που έγιναν στο Υπουργείο και στην Κυβέρνηση κατά την διάρκεια της υπουργικής μου θητείας. Μα πάνω απ΄όλα  γι αυτά που χρειάζεται να γίνουν για τον τόπο, για το κράτος και τη διοίκηση, άμεσα και σε βάθος χρόνου.
Αισθάνομαι, στην πρώτη αυτή δημόσια αποτίμηση του έργου μου, την ανάγκη να λογοδοτήσω, πρώτα, απέναντι στη παράταξη που με πρότεινε και με στήριξε πολιτικά και κοινοβουλευτικά, τη ΔΗΜΑΡ, στα στελέχη της, στους οπαδούς και φίλους της. Παράλληλα,  όμως οφείλω,  να κοινωνήσω -και όχι απλά να επικοινωνήσω- αυτά που έζησα, γνώρισα και σκέφτηκα ως υπουργός, δηλαδή ως υπηρέτης της Πολιτείας, στην Αγορά του Δήμου, στο δημόσιο χώρο, ή, για να το κάνω  και πιο επιστημονικοφανές, να  τα θέσω σε δημόσια διαβούλευση.
Δεν σκοπεύω φυσικά να μιλήσω σήμερα για όλα τα παραπάνω στο Κέντρο Πολιτικού Προβληματισμού Μιχάλης Παπαγιαννάκης, το οποίο  ευχαριστώ για την πρόσκληση και τη φιλοξενία. Θα περιοριστώ να παρουσιάσω μερικά μόνο από τα διδάγματα κυβερνητικής  πολιτικής  που άντλησα.  Τα άλλα, τα πιο συγκεκριμένα και ίσως πιο χρήσιμα, αλλά και πιο σύνθετα θα έχουμε, πιστεύω, την ευκαιρία να τα συζητήσουμε, διεξοδικά αλλού.
Διαπίστωση πρώτη: ο τόπος έχει ανάγκη από ριζική αναδιοργάνωση του κράτους και της διοίκησης
Θα ήθελα προκαταβολικά να τονίσω τούτο, ως  πρώτο συμπέρασμα, ως πρώτη γενική διαπίστωση  μετά από όσα είδα και έζησα  επιχειρώντας την πραγματοποίηση μιας καθολικής αναδιοργάνωσης της δημόσιας διοίκησης και ειδικά των διοικητικών μονάδων όλων των Υπουργείων. Ο  τόπος  έχει άμεση από ριζική αναδιάρθρωση του κράτους και της διοίκησής του με βάση ένα συνολικό και καλά σχεδιασμένο σχέδιο, κοινά αποδεκτό, που θα εφαρμοστεί με μέθοδο και σύστημα, με υπομονή και επιμονή και με σεβασμό στο νόμο και στο Σύναγμα.
Η διοίκηση είναι σήμερα παραλυμένη, τελεί υπό διάλυση. Η κρίση και ειδικά  η βαθύτατα ιδεολογική πολιτική της Τρόϊκας στο θέμα των απολύσεων, επέτεινε την αποδιάθρωσή  της, υπονόμευσε και τελικά καταδίκασε κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης.  Δεν διορθώνουν πάντως την κατάσταση  στην παρούσα αρνητική συγκυρία λύσεις αποσπασματικές, εμβαλωματικές και συγκυριακές.  Νομοθετικές πρωτοβουλίες αυτού του είδους διαιωνίζουν τα κακώς κείμενα και δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα πολλαπλασιάζοντας τα παλιά.
Διδαχή  μεταρρυθμιστική: οι σχεδιασμοί της  μεταρρύθμισης απαιτείται να εμπεριέχουν   και τους όρους της εφαρμοσιμότητάς τους.
Οι εξαγγελίες και ο πολιτικός λόγος για τη Διοικητική Μεταρρύθμιση δεν έχουν αξία, αν οι διαθρωτικές αλλαγές που εξαγγέλλονται δεν εμπεριέχουν την εφαρμοσιμότητά τους. Αν δεν φροντίσουμε εμείς οι πολιτικοί, οι θεωρητικοί, οι σχολιαστές ή  μεταρρυθμιστές  εξαγγέλλοντας ή προτείνοντας  μεταρρυθμίσεις να τις συνδυάζουμε και με σχετικές ιδέες διακυβέρνησης και οργανωμένης διαχείρισης της εφαρμογής τους, τότε ας μην ελπίζουμε στην ευόδωσή τους. Αν δεν προνοήσουμε  μαζί με τον σχεδιασμό και την εξαγγελία του μεταρρυθμιστικού έργου να υπολογίζουμε  τα μέσα και τους πόρους της  αποτελεσματικής εφαρμογή τους, αν δεν συνδέσουμε οργανικά την ρητορική του μεταρρυθμιστικού πολιτικού ή θεωρητικού λόγου  με  μια ισχυρή  και οργανωμένη διοίκηση-διαχείριση των διαρθρωτικών αλλαγών, τότε να μην απορούμε που οι ιδέες μας μένουν ξεκάρφωτες ή ξεκρέμαστες. Την ευθύνη της αποτυχίας τους ή της μη εφαρμογής τους την φέρει ακεραία ή σε μεγάλο βαθμό ο ελλιπής ή κακός σχεδιασμός της, την φέρει η γενικόλογη και αόριστη, μη δοκιμασμένη εξαγγελία, και όχι η εφαρμογή ή  η ατίθαση πραγματικότητα.   Το λάθος αυτό θέλησα να αποφύγω ως υπουργός. Κατάλαβα ότι ο άρτιος σχεδιασμός της διοικητικής μεταρρύθμισης πρέπει να έχει προϋπολογίσει, πριν την εξαγγελία της, τα μέσα, τις  διαδικασίες, τα στάδια, το διαθέσιμο στελεχιακό δυναμικό, την εξασφάλιση της συνέργειας όλων των συντελεστών (πολιτικών, διοικητικών επικοινωνιακών και δημοσιονομικών), που συντελούν στην αποτελεσματική και συντονισμένη παρακολούθηση υλοποίησης του μεταρρυθμιστικού έργου. Καθώς και, όσο είναι δυνατόν, τις συνέπειες, τις αντιστάσεις και κυρίως τις παρενέργειες, τις στρεβλώσεις Αυτό προσπαθήσαμε να προβλέψουμε ή να ελέγξουμε προετοιμάζοντας τους νέους οργανισμούς των υπουργείων. Αρχίσαμε από την αξιολόγησή των δομών τους, προχωρήσαμε στα σχέδια στελέχωσής τους, στο σχεδιασμό της  ανατοποθέτησης του προσωπικού στις νέες διευθύνσεις, περάσαμε μετά στη συγγραφή των περιγραμμάτων αποστολών και θέσεων πριν από την έκδοση των προεδρικών διαγραμμάτων που θα περιείχαν τους νέους οργανισμούς. Πρώτα δοκιμάσαμε στην πράξη την εφαρμοσιμότητα των νέων οργανογραμμάτων. Προχωρούσαμε  στου νέους κανονισμούς, δοκιμάζοντας τις αντιστάσεις  ή τις ελλείψεις τους σχεδίου μας.  ¨Όλα αυτά τα στάδια έλλειπαν στην διοικητική μας πρακτική μέχρι τώρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις ανέλαβα υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης παρέλαβα από τον Πρόεδρο της Βουλής ένα νομοσχέδιο έτοιμο με τους νέους Οργανισμούς όλων των υπουργείων, (επρόκειτο για μνημονιακή υποχρέωση)  και σε φωτοτυπία ένα  κείμενο 1200 σελίδων, έτοιμο προς ψήφιση. Δεν είχαν προηγηθεί βέβαια  εκθέσεις αξιολόγησης, ούτε σχέδια στελέχωσης ούτε οροφές θέσεων για κάθε διεύθυνση ούτε οργανογράμματα ούτε περιγράμματα και θέσεων και νέων διευθύνσεων. Ο νόμος από μόνος του θα επέφερε την πολυπόθητη αλλαγή στη διοίκηση και θα την έκανε και πιο ευέλικτη και πιο αποδοτική και πιο αποτελεσματική!!
Αυτή η αντίληψη για την μεταρρύθμιση κυριαρχούσε και κυριαρχεί ακόμη στον τόπο μας και αυτή πρέπει πάση θυσία να παραμεριστεί. Η θεοποίηση του νομοθετικού βολονταρισμού. Όλα μπορούν να διορθωθούν αρκεί να υπάρξει η κατάλληλη πολιτική βούληση και ο θεϊκός, μαγικός νόμος.
Επιτακτική ανάγκη μετάβασης από τη ρητορική  των  γενικόλογων εξαγγελιών στη διατύπωση συγκεκριμένων και εφαρμόσιμων προτάσεων  διαρθρωτικών αλλαγών.
Ακολουθώντας τη σοφή σύσταση του Δημήτρη Παπούλια που άντλησα από το βιβλίο του «Διαχειρίζομαι και αλλάζω, Ταυτοχρόνως και επειγόντως», επιδίωξα και επιδιώκω να μεταθέσω το βάρος της συζήτησης από τη ρητορική του πολιτικού λόγου και των  νομοθετικών μεταρρυθμίσεων στο επίπεδο της πρακτικής εφαρμογής τους, στην οργανωμένη διαχείριση των προετοιμασίας, του σχεδιασμού, της δοκιμασίας και της εφαρμογής τους. Το έκανα γιατί θεωρώ πρωταρχικής σημασίας την εξοικείωση του κοινού και των ειδικών με τον σχεδιασμό και την διαχείριση των δημόσιων πολιτικών και φυσικά με την τεχνική  μιας δημόσιας πολιτικής για τη διοικητική μεταρρύθμιση.
Η κοινή γνώμη  κατακλύζεται από γενικόλογες και κοινότοπες διακηρύξεις, που επαναλαμβάνονται συνεχώς, αφοριστικά ή καταγγελτικά, στον τύπο, στον πολιτικό και δημόσιο λόγο, για το φαύλο κράτος και την πελατοκρατεία ή  για το σπάταλο και υπερτροφικό κράτος και τους άχρηστους και επίορκους δημόσιους υπαλλήλους κλπ.
Ο τόπος δεν πάσχει από έλλειψη ιδεών και θεωριών για τα κακώς κείμενα  αλλά ούτε και από έλλειψη νόμων  για την αναδιάρθρωση της  διοίκησης ή για τους δημοσίους υπαλλήλους ή τους Προϊσταμένους. Πάσχει από πολυνομία και από την μη εφαρμογή ή ακριβέστερα από την μη εφαρμοσιμότητα των νόμων. Υποφέρει από ανούσια πολιτικολογία  και αυτάρεσκη  ιδεολογική κοκορομαχία. Και πάσχει από την γενικολογία και αοριστολογία, από λόγο αφόρητα ή αποκλειστικά ιδεολογικό. Καιρός να μάθουμε να συζητάμε τεκμηριωμένα και συγκεκριμένα. Και να μάθουμε να επεξεργαζόμαστε συγκεκριμένες και εφαρμόσιμες προτάσεις διαρθρωτικών αλλαγών στη δημόσια  διοίκηση.
Πολιτικό δίδαγμα: η πολιτική, δηλαδή το  politics, δεν πρέπει να  συγχέεται ή να υποκαθιστά τις  δημόσιες πολιτικές, δηλαδή τα public policies
Eπεξεργάζομαι και προτείνω, ως πολιτικός ή ως υπουργός ή ως κόμμα συγκεκριμένη δημόσια πολιτική για τη διοικητική μεταρρύθμιση  σημαίνει ότι δεν αγνοώ  τη διάκριση ή  τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο ασκώ public policy από το κάνω politics, άλλο policy και άλλο politics. Στα ελληνικά οι όροι ταυτίζονται και δυστυχώς στην πράξη οι πολιτικοί συγχέουν τη διαμόρφωση και εφαρμογή μιας δημόσιας πολιτικής, π.χ για τα φάρμακα, με την καθημερινή προσωπική πολιτική του υπουργού με αφορμή ή γύρω από τα φάρμακα. Το χειρότερο είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η πολιτική και κυρίως η  πολιτικολογία και πολιτική επικοινωνία υποκαθιστούν τη δημόσια πολιτική, τα politics  απορροφούν και τελικά εξαφανίζουν  στις οθόνες των κινητών και των ipad κάθε είδους public policy. Η πολιτική (δημόσιες και πελατειακές σχέσεις, το πολιτικό κόστος, προσωπικές πολιτικές κλπ) μαζί με την πολιτική επικοινωνία έχουν ως πρακτικές ακυρώσει κάθε σοβαρά συζήτηση και προετοιμασία για την διαμόρφωση και άσκηση σοβαρής, τεχνοκρατικά επεξεργασμένης  και μακροπρόθεσμης δημόσιας πολιτικής Το παράδειγμα της κινητικότητας στην περίπτωση των διοικητικών υπαλλήλων των ΑΕΙ είναι χαρακτηριστικό. Το μέτρο της κινητικότητας γενικά προσφέρεται ως αντιπροσωπευτικό  παράδειγμα της κατάληξης που μπορεί να έχει μια μεταρρυθμιστική δράση, όταν δεν στηρίζεται σε μια στέρεη και άρτια προεργασία και εφαρμογή της δημόσιας πολιτικής  που εξαγγέλλεται.
Κυβερνητική επιταγή: ο αποτελεσματικός συντονισμός του κυβερνητικού έργου, άνευ τούτου έστι  γενέσθαι
Η ανάληψη και άσκηση κυβερνητικών καθηκόντων απαιτεί  πολλά προτερήματα και μεγάλες αντοχές. Κυβερνώ, σημαίνει προνοώ και προγραμματίζω, καταστρώνω κυβερνητικές πολιτικές και όχι απλώς προσωπικές υπουργικές πολιτικές, συντονίζομαι και   συντονίζω τη δράση και τις αποφάσεις μου με τους άλλους υπουργούς και ακολουθώ πιστά την γενική κυβερνητική πολιτική.
Θα σταθώ σε ένα από όλα τα προηγούμενα, που φαίνεται πως είναι και ήταν ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα των ελληνικών κυβερνήσεων: στην ελλιπή ή και παντελή έλλειψη αποτελεσματικού συντονισμού των υπουργών και του υπουργικού έργου.Αυτό το σοβαρό έλλειμμα  επιδιώξαμε να καλύψουμε με τη δημιουργία, μετά από υπόδειξη της Ομάδας κρούσης για την Ελλάδα, της Γενικής Γραμματείας συντονισμού του κυβερνητικού έργου. Δυστυχώς και αυτός ο θεσμός δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς: έμεινε γράμμα κενό. Ο φορέας του δεν ενστερνίστηκε ούτε ενσάρκωσε το θεσμικό ρόλο που ανέλαβε. Έτσι η κατάσταση παρέμεινε  τελματωμένη ως είχε:  κάθε υπουργείο παραμένει φέουδο ή τιμάριο του εκάστοτε υπουργού, κάθε υπουργός ασχολείται κατά πρώτο και κύριο λόγο με την προσωπική του πολιτική επιβίωση και ελάχιστα ενδιαφέρεται για τον συντονισμό και την συνολική απόδοση της κυβέρνησης.
Μια κυβέρνηση όμως που δεν συντονίζεται αποτελεσματικά παράγει κουτσό έργο και εν πάση περιπτώσει έργο που δεν έχει συνέχεια ούτε ρίζες. Και αυτό έχει άμεση αντανάκλαση στη διοίκηση, η οποία πάσχει από πολλά, αλλά κυρίως από παντελή αδυναμία να λειτουργήσει ως θεματοφύλακας της συνέχειας και της θεσμικής μνήμης της χώρας. Οι υπουργοί και οι κυβερνήσεις έρχονται παρέρχονται η διοίκηση παραμένει.
Από τότε που άσκησα υπουργικά καθήκοντα με βασανίζει ένα τραγικό  ερώτημα:μήπως η χώρα κυβερνιόταν πάντα και κυβερνιέται ακόμη προσωποπαγώς και τυχαία και άρα, αν δεν αλλάξουν ριζικά πρακτικές και νοοτροπίες χρόνιες, στρεβλές και έντονα προσωποπαγείς,   μήπως είναι τελικά  αβέβαιο αν  ποτέ θα αποκτήσει τη διοίκηση και την κυβέρνηση που χρειάζεται και απαιτούν οι καιροί. Η χώρα που δεν έχει θεσμική μνήμη και συνέχεια, δεν έχει ούτε σίγουρο ούτε προβλεπτό μέλλον.

* Γραπτή απόδοση ομιλίας  σε εκδήλωση που διοργανώθηκε από το Κέντρο Πολιτικού Προβληματισμού Μιχάλης Παπαγιαννάκης στις 3 Δεκεμβρίου 2013

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Ενα σύγχρονο κεντροαριστερό κόμμα χρειάζεται ιδεολογική σαφήνεια


του Γιώργου Σιακαντάρη


Η χώρα δεν βρίσκεται σε συνθήκες Βαϊμάρης, αλλά ελληνικού 1920. Τώρα, όπως και τότε, οι πολίτες καλούνται να επιλέξουν λύσεις που ενώ ακούγονται καλά στα αυτιά, απειλούν και την τελευταία δυνατότητα της χώρας να σταθεί στα πόδια της. Τότε οι δυνάμεις της φιλοβασιλικής Δεξιάς, υπόσχονταν τον τερματισμό του πολέμου και έκαναν ακριβώς το αντίθετο αλυσοδένοντας την χώρα στην άγκυρα του εθνικιστικού παροξυσμού. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται το «σκίσιμο» των μνημονίων και όπως όλα δείχνουν ή θα αναγκαστεί να τα συνεχίσει ή καταγγέλλοντάς τα θα «αγκιστρώσει» την Ελλάδα στα εκτός Ευρώπης λιμάνια της δραχμής.

Τι έλειπε τότε και τώρα, ώστε οι πολίτες να κάνουν μια διαφορετική πολιτική επιλογή; Απουσίαζε η κοινωνική ατζέντα. Τότε έλλειπε μια πρόταση προς την κοινωνία που θα αφορούσε το πάντρεμα της εθνικής επέκτασης με τις ανάγκες εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων που είχαν υποφέρει από τους συνεχείς πολέμους και σήμερα απουσιάζει μια αφήγηση για το «κούμπωμα» των μεταρρυθμίσεων με μια πρόταση γι’ ένα κράτος που θα προσφέρει τις απαραίτητες, για την ανάπτυξη της χώρας, κοινωνικές υπηρεσίες.

Η πρόταση Αλέξανδρου Παπαναστασίου που πάντρευε τον Πολιτικό Φιλελευθερισμό με την κοινωνική ανησυχία ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1924, όταν ήταν ήδη αργά. Πολύ φοβάμαι ότι κάνουν λάθος, όσοι σήμερα υποστηρίζουν πως το πρώτιστο είναι απλά η βιαστική συσπείρωση των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς. Η Κεντροαριστερά ή όπως αλλιώς την ονομάσει κανείς, πρέπει να θέσει στο επίκεντρο των προτάσεων της το ζήτημα της ανάπτυξης του κράτους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών ως πρόταση ανάπτυξης της κοινωνίας και όχι απλά ως δίκτυ ασφάλειας. Μόνο έτσι έχει μέλλον.

Αν αυτή δεν αναδεικνύει στο επίκεντρο της πολιτικής της, και όχι ως κάτι μεταξύ πολλών άλλων, μια επίκαιρη κοινωνική ατζέντα, καθώς και μια πρόταση για μετεκλογικές συνεργασίες, στις οποίες θα κυριαρχεί αυτή η ατζέντα, τότε αντί να αποφευχθεί η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, θα επιταχυνθεί η άνοδος ενός κυριαρχούμενου από τις εθνολαϊκίστικες συνιστώσες ΣΥΡΙΖΑ. Η βέβαιη πτώση του στη συνέχεια θα οδηγήσει στην κατάρρευση όλη τη χώρα.

Σήμερα η κυβερνητική σύμπλευση του ΠΑΣΟΚ, ως του ενός από τους δυο πόλους της ελληνικής Κεντροαριστεράς, με τη ΝΔ - για μένα αναγκαία και απαραίτητη για να μη ξεπέσει η χώρα στην εξαθλίωση της δραχμής- διαμορφώνει ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες για αυτό το κόμμα. Τα ζητήματα όμως που προωθεί το σημερινό ΠΑΣΟΚ, αλλά και οι 58, όπως η υπεύθυνη στάση, η απόρριψη του αντιευρωπαϊσμού και του εθνικισμού και η εναντίωση στις υπερσυντηρητικές αντιλήψεις της ΝΔ (βλέπε, μεταναστευτικό, ιθαγένεια, ένθεο και ομολογιακό κράτος, σύμφωνο συμβίωσης) δεν δένονται με μια αφήγηση για ένα νέο συνασπισμό εξουσίας. Τα κόμματα όμως επιβιώνουν, μόνο όταν τα ίδια είναι συνασπισμοί εξουσίας ή όταν προτείνουν κάτι τέτοιο. Και για να είσαι συνασπισμός εξουσίας πρέπει να αφουγκράζεσαι τα προβλήματα της κοινωνίας.

Οι πολίτες σ’ όλες τις δημοσκοπήσεις ιεραρχούν πολύ υψηλότερα τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα (ανεργία, απουσία ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, εισοδηματικές απώλειες) από το δίλημμα ευρώ ή δραχμή. Αν η Κεντροαριστερά πέσει στην παγίδα να αναδείξει ως κεντρικό σύνθημά της το «μαζί ή χωρίς την Ευρώπη» και όχι την επιλογή ανάμεσα στην Ευρώπη της λιτότητας και την υπερεθνική Ευρώπη της αναδιανομής (Π. Κ. Ιωακειμίδης- Τα Νέα 24-01-2014), τότε το έδαφος θα καταληφθεί από τις δυνάμεις που λένε όχι σε κάθε είδους Ευρώπη.

Η σύγκρουση στις ευρωεκλογές πρέπει να κινηθεί πάνω στις προτάσεις για ένα διαφορετικό ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο σ’ αντίθεση με τον θρησκόληπτο εθνολαϊκισμό της Δεξιάς και την εθνολαϊκιστική δημαγωγία της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Επίσης ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει την αυτοδυναμία στις επόμενες εθνικές εκλογές, είναι σίγουρο ότι τα στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας λόγω της πολιτικής εντιμότητάς τους, από πεποίθηση, και κυριολεκτώ, δεν θα ψηφίζουν μέτρα που χρειάζεται η χώρα για να παραμείνει στο ευρώ. Συνεπώς χρειάζεται από τώρα να υπάρξει μια άλλη πρόταση κυβερνητικών συμμαχιών, γιατί μετά τις εκλογές τίποτα στο πολιτικό σύστημα δεν θα θυμίζει το σημερινό στάτους.

Γι’ όλα αυτά θεωρώ ότι η όποια δημοκρατική παράταξη δεν θα έχει μέλλον αν λειτουργεί ως ενδιάμεσος ουδέτερος πόλος, χωρίς να προτείνει σχέδιο για ένα νέο συνασπισμό εξουσίας.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της Μεταρρύθμισης

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Κοινωνική πολιτική σε μια ρημαγμένη χώρα.







του Μάνου Ματσαγγάνη


Οι πολιτικές ελίτ, όλων των αποχρώσεων, 
απαρτίζονται κατά κανόνα από άτομα πιο μορφωμένα και πιο εύπορα από το μέσο όρο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με όσους άλλους ασχολούνται με τα κοινά. Ο αγώνας για την επιβίωση δεν αφήνει ούτε χρόνο ούτε μυαλό για άλλα. Αυτό ισχύει πάντα και παντού. Ο προφανής κίνδυνος είναι οι συνήθως καλοπροαίρετοι άνθρωποι που αγωνιούν για το μέλλον της χώρας να αποκοπούν από τις πιο άμεσες και πιο πιεστικές αγωνίες ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας. Το λιγότερο που πρέπει να κάνουμε είναι να μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια ρημαγμένη χώρα.
Το «νέο κοινωνικό ζήτημα»
Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έγινε πιο άνιση. Όχι τόσο επειδή οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι – αυτό δεν φαίνεται να συνέβη. Αλλά επειδή οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ομάδας μας στο πανεπιστήμιο, 14% των συμπολιτών μας είχαν το 2013 τόσο χαμηλό εισόδημα που δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν ένα βασικό καλάθι αναγκαίων αγαθών χωρίς να ανατρέξουν σε αποταμιεύσεις του παρελθόντος, ή να δανειστούν, ή να αφήσουν απλήρωτους λογαριασμούς. Το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 2%.
Έγραψα παραπάνω «οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι». Για την ακρίβεια, οι παραδοσιακές κατηγορίες με χαμηλό εισόδημα (π.χ. οι ηλικιωμένοι που ζουν στην ύπαιθρο) φαίνεται να έχασαν λιγότερα από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι μεγάλοι χαμένοι δεν είναι αυτοί, αλλά μια νέα κατηγορία που τους έχει εκτοπίσει από τα χαμηλότερα σκαλοπάτια της κατανομής εισοδήματος (κυρίως οικογένειες ανέργων, συχνά με παιδιά, που ζουν στις πόλεις). Πολλές από αυτές τις οικογένειες έχουν βρεθεί χωρίς κανένα εργαζόμενο μέλος, χωρίς επίδομα ανεργίας ή άλλη εισοδηματική ενίσχυση, και συχνά χωρίς βιβλιάριο ασθένειας.
Αυτό είναι το «νέο κοινωνικό ζήτημα». Η διαιώνισή του δεν απειλεί μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά επίσης την πολιτική σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης (όποτε αυτή έλθει). Συνεπώς, η αναγνώριση της κρισιμότητάς του πρέπει να είναι το σημείο εκκίνησης σε κάθε συζήτηση για την ανασυγκρότηση της χώρας μετά από 4+ χρόνια βαθιάς ύφεσης.
Πώς (δεν) ανταποκρίθηκε η Πολιτεία
Και άλλες χώρες πέρασαν μια σοβαρή οικονομική κρίση, ή περνάνε ακόμη (αν και όχι τόσο σοβαρή όσο εμείς). Και εκεί ο κόσμος πέρασε δύσκολα, ή περνάει ακόμη. Πουθενά όμως δεν ήταν η αντίδραση του οργανωμένου κράτους τόσο ανεπαρκής, τόσο καθυστερημένη και τόσο αναντίστοιχη με το μέγεθος του προβλήματος όσο εδώ.
Πράγματι, το κοινωνικό κράτος που βλέπουμε στην Ευρώπη και αλλού φτιάχτηκε την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από πολιτικούς ηγέτες που ήταν αποφασισμένοι να εμποδίσουν την επανάληψη όσων είχαν συμβεί την επαύριο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η οικονομική ύφεση μετατράπηκε σε κοινωνική κρίση και μετά σε πολιτική αστάθεια. Αυτό δεν έπρεπε να ξανασυμβεί. Και δεν συνέβη. Η σημερινή οικονομική ύφεση –κατά γενική ομολογία, η οξύτερη από το μεσοπόλεμο– είχε μεν σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, αλλά πολύ λιγότερο από ό,τι τότε. Η δημοκρατία αμφισβητείται αλλά δεν απειλείται. Οι εθνικισμοί σηκώνουν κεφάλι αλλά δεν απειλούν την ειρήνη. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι σε άνοδο αλλά δεν απειλεί την ενωμένη Ευρώπη.
Το κοινωνικό κράτος, με όλα τα προβλήματά του, βοήθησε σε αυτό. Και το έκανε κάνοντας βασικά τη δουλειά του, που είναι να συμπληρώνει τα εισοδήματα –ιδίως των φτωχών και των ανέργων– όταν αυτά συμπιέζονται εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης. Αυτό δεν έγινε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Κάποιοι από εμάς είχαν προειδοποιήσει ότι δεν μπορούσε να γίνει, επειδή το σύστημα κοινωνικής προστασίας που είχαμε δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συνέπειες μιας οικονομικής κρίσης. Δεν είχε φτιαχτεί για να προστατεύει τους αδύναμους, αλλά τους προνομιούχους. Ήταν πανάκριβο, αλλά δεν είχε ένα δίχτυ ασφαλείας για τους φτωχούς. Αναδιένεμε πόρους, αλλά σε λάθος κατεύθυνση: από τους λιγότερο στους περισσότερο εύπορους, αντί για το ανάποδο.
Δύο μόνο παραδείγματα: Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ανέργων τετραπλασιάστηκε, αλλά ο αριθμός όσων παίρνουν επίδομα ανεργίας μειώθηκε (!) και σήμερα αντιστοιχεί σε 10,5% του συνόλου των ανέργων. Επίσης, 30 χρόνια (και πολλά δις ευρώ) μετά την ίδρυση του ΕΣΥ, με σκοπό να έχουν όλοι πρόσβαση στην περίθαλψη, ένα σχεδόν εκατομμύριο άτομα έχουν χάσει το δικαίωμα ανανέωσης του βιβλιαρίου ασθενείας – είτε επειδή είναι άνεργοι, είτε επειδή έκαναν διακοπή επαγγέλματος, είτε επειδή χρωστάνε στο ταμείο τους.
Οι αιτίες της αποτυχίας
Το πρόβλημα είναι ότι εδώ η κατανομή πόρων και δικαιωμάτων δεν γίνεται με βάση την ανάγκη για κοινωνική προστασία, ούτε με βάση γενικούς κανόνες που εγγυώνται την ισονομία των πολιτών, αλλά με βάση την πολιτική ισχύ των ομάδων πίεσης. Αυτό συνέβαινε και πριν την κρίση: Τα πολλά δις ευρώ που πληρώναμε για την υγεία γίνονταν εισοδήματα για γιατρούς, κλινικάρχες, φαρμακοποιούς, φαρμακοβιομήχανους, ιδιοκτήτες διαγνωστικών κέντρων, εισαγωγείς και προμηθευτές. Σπανίως μεταφράζονταν σε περισσότερες και καλύτερες υπηρεσίες για ασθενείς.
Στην κρίση, τα πολλά δις ευρώ για την υγεία μειώθηκαν – π.χ. έπεσαν στο επίπεδο του 2007 ή του 2005. Για ένα σύστημα υγείας που στοιχειωδώς λειτουργεί κάτι τέτοιο είναι ασφαλώς δυσάρεστο αλλά όχι καταστροφικό. Εδώ ζήσαμε εικόνες πλήρους διάλυσης. Λόγω των μέτρων, προφανώς, αλλά επίσης λόγω του ότι οι περισσότεροι από τους ωφελημένους της προηγούμενης περιόδου άρχισαν να παλεύουν με νύχια και με δόντια για να αποσπάσουν ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι από μια πίτα που είχε στο μεταξύ συρρικνωθεί. Μεταφέροντας το βάρος των μέτρων στους πιο αδύναμους, δηλ. στους ασθενείς, που έμεναν χωρίς φάρμακα και χωρίς βασικές υπηρεσίες. Τα ίδια στις συντάξεις (κάθε χρόνο πληρώνουμε μισό δις στη ΔΕΗ για να δίνει συντάξεις πολύ μεγαλύτερες από το μισθό μου σε συνταξιούχους πολύ νεότερους από εμένα), τα ίδια στην Πρόνοια κτλ. κτλ.
Οι συνέπειες της αποτυχίας
Μια κρίση είναι πάντοτε ένα κρίσιμο τεστ του πόσο ικανή και πόσο πρόθυμη να βοηθήσει τους πολίτες που πλήττονται περισσότερο είναι η δημοκρατική Πολιτεία. Είναι μάλλον περιττό να σημειώσω ότι σε αυτό το τεστ η δική μας δημοκρατική Πολιτεία πήρε άθλιο βαθμό. Και η αποτυχία του «συστήματος» (εδώ, του συστήματος κοινωνικής προστασίας) πυροδότησε τις «αντισυστημικές» αντιδράσεις που βλέπουμε γύρω μας: τον αντικοινοβουλευτισμό, το λαϊκισμό, την ξενοφοβία, την απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Τι να κάνουμε;
Φοβάμαι ότι το ένα τρένο (εκείνο της έγκαιρης παρέμβασης για την ενίσχυση των φτωχών και των ανέργων) το έχουμε χάσει ήδη. Όμως, ακόμη και με τα καλύτερα σενάρια για την οικονομία (ανάκαμψη μέσα στο 2014) η υψηλή ανεργία και η μεγάλη φτώχεια θα είναι μαζί μας για καιρό, οπότε προλαβαίνουμε έστω και τώρα (…). Το άλλο τρένο περνάει μπροστά μας τώρα. Εάν δεν κάνουμε αυτό που πρέπει, τα φτωχά παιδιά που σήμερα πάνε πεινασμένα στο σχολείο αύριο θα μείνουν πίσω στα μαθήματα, μεθαύριο θα ψάχνουν για δουλειά χωρίς να έχουν προσόντα, και έτσι θα είναι άνεργοι ή χαμηλόμισθοι, και θα παραμείνουν φτωχοί, οι ίδιοι και τα δικά τους παιδιά. (Ο Δήμος Αθηναίων, κάνοντας σκληρές οικονομίες, καταφέρνει να μοιράζει σε τέτοια παιδιά 12.000 μερίδες την ημέρα – αλλά οι ανάγκες είναι πολύ μεγαλύτερες.) Αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει να σπάσει.
Πώς; Χρειαζόμαστε νέες προτεραιότητες κοινωνικής πολιτικής. Το σύνθημα εδώ πρέπει να είναι «έγνοια για τους αδύναμους – ισονομία / ενιαίοι κανόνες για όλους». Αλλαγή έμφασης: όχι στην πρόωρη συνταξιοδότηση των μητέρων ανηλίκων, ναι σε θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για όλα τα μικρά παιδιά. Λιγότερες συντάξεις (με καλύτερη περίθαλψη), περισσότερη βοήθεια στις οικογένειες με παιδιά, στις εργαζόμενες μητέρες, στους νέους άνεργους, στους νέους επιχειρηματίες.
Νέο κοινωνικό συμβόλαιο: δημόσια εγγύηση μιας ελάχιστης δέσμης βασικών κοινωνικών υπηρεσιών και εισοδηματικών ενισχύσεων. Με ουσιώδη περίθαλψη, παιδική φροντίδα, σχολικά γεύματα, βασικές συντάξεις, στήριξη εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων. Μια τέτοια ελάχιστη δέσμη δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαστικά λιτή, και συμβατή με τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας. Αλλά μπορεί να είναι αξιόλογη. Και πρέπει να είναι εκεί για όλους.
*Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμμετέχει στην Πρωτοβουλία για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς («των 58»). Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία του στο Προοδευτικό Φόρουμ (Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014). Ο όρος «ρημαγμένη χώρα», απόλυτα ταιριαστός για την περίσταση, είναι του Γ. Γραμματικάκη. Ομάδα Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (www.paru.gr)

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Πτωχευμένοι Δήμοι ή κύταρρα δημοκρατίας και ανάπτυξης;

Το ερώτημα μοιάζει ρητορικό και η απάντηση αυτονόητη. Ωστόσο, τριάμισι χρόνια στη δημαρχία της Αθήνας, αν για κάτι μπορώ να σας διαβεβαιώσω είναι ότι τα αυτονόητα αποδεικνύονται και τα πιο δύσκολα.

Για να γίνω συγκεκριμένος.

Είναι προφανές ότι θέλουμε δήμους που να είναι υγιή κύτταρα δημοκρατίας και δυναμικής ανάκαμψης από την κρίση. Είναι εξίσου προφανές, για κάθε καλόπιστο πολίτη αυτού του τόπου, ότι, τα τελευταία χρόνια της μεγάλης οικονομικής, κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης, οι δήμοι –οι περισσότεροι πάντως– ήταν εκείνοι που κράτησαν τις πόλεις όρθιες. Στήριξαν έμπρακτα τον πολίτη, κάνοντας προτεραιότητα την κοινωνική πολιτική και αναζητώντας αποτελεσματικά λύσεις στα οξύτατα προβλήματά του, την ώρα που το κεντρικό κράτος αδυνατούσε να ανταποκριθεί και οι κεντρικές κοινωνικές δομές κατέρρεαν.

Όπως είναι εξίσου προφανές ότι, σε μια κρίσιμη εποχή κατά την οποία απουσίαζε ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης για έξοδο από την κρίση, πολλοί δήμοι στρώθηκαν στη δουλειά και υιοθετώντας νέες αντιλήψεις, μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα, στόχευσαν σ’ ένα δικό τους σχέδιο ανάκαμψης, παραγωγικό και λειτουργικό.

Αυτό πράξαμε και στον Δήμο Αθηναίων. Εξορθολογίσαμε τη διοίκηση, νοικοκυρέψαμε τα οικονομικά, αναζητήσαμε εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης, κάναμε προτεραιότητά μας τη διαφάνεια, βάλαμε με στοχευμένες κινήσεις και πρωτοβουλίες τα θεμέλια για την ανάκαμψη της τοπικής οικονομίας, σχεδιάσαμε παρεμβάσεις στο θέμα της απασχόλησης, επιδιώξαμε διευρυμένες και λειτουργικές συμμαχίες.

Ανήκουμε σε εκείνους που πιστεύουν ότι οι δήμοι πρέπει να λογοδοτούν στους δημότες και μόνον. Ότι η πλήρης και ανεμπόδιστη πρόσβαση στα καίρια στοιχεία του δήμου από τον κάθε δημότη ισοδυναμεί με 100 ελεγκτικούς μηχανισμούς και άλλους τόσους ελεγκτές, καθώς είναι πλέον απόλυτα σαφές ότι η πολυνομία και οι διαρκείς ελεγκτικοί μηχανισμοί στο μόνον που οδηγούν είναι στην αδιαφάνεια. Πεποίθησή μας είναι ότι οι δήμοι πρέπει να απαλλαγούν από την παράνοια του δαιδαλώδους γραφειοκρατικού μηχανισμού. Από άχρηστα όργανα, ελεγκτικούς μηχανισμούς, περιττά διοικητικά βάρη.

Για να δώσω δύο παραδείγματα από τον δήμο Αθηναίων: Πόσοι γνωρίζετε ότι απαιτούνται 100 υπογραφές για μια απλή μετάταξη υπαλλήλου; Ότι το 50% του οδικού δικτύου δεν ελέγχεται από τον Δήμο των Αθηναίων; Ή τα δεκάδες εμπόδια που υπάρχουν για την πολυπόθητη απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων; Και πολλά άλλα, εξίσου δυσλειτουργικά, που τείνουν να οδηγούν κάθε προσπάθεια για δράση στην …αδράνεια!

Το ερώτημα είναι συνεπώς: Τι είδους δήμους θέλουμε; Τι ρόλο θέλουμε να διαδραματίσουν στην εποχή μας, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και στην άσκηση ουσιαστικών τοπικών οικονομικών πολιτικών; Το ερώτημα είναι κρίσιμο, γιατί κρίσιμη και κομβική είναι και η περίοδος που διανύουμε. Καθώς, προφανώς δεν βρίσκονται όλοι οι δήμοι στην ίδια κατάσταση.

Γιατί, λοιπόν, σήμερα ένας δήμος βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, ενώ και ο ακριβώς διπλανός του είναι βυθισμένος στα χρέη. Πώς έφτασαν να χρεοκοπούν οι δήμοι;

Η χρεοκοπία, όπου έγινε, έγινε με ευθύνη συγκεκριμένων αιρετών αρχόντων, αλλά και με συνενοχή της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του κράτους, των ελεγκτικών μηχανισμών και σημαντική ανοχή των δημοτών. Η μέθοδος απλή: Σπαταλάμε σήμερα και περιμένουμε την λύση από τον,από μηχανής θεό». Με άλλα λόγια: είτε από το απλόχερο χέρι του υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος «κατόπιν ενεργειών» τοπικού βουλευτή θα έδινε μια έκτακτη χρημοτοδότηση, είτε ζητώντας περισσότερα από τους δημότες με αυξήσεις δημοτικών τελών, είτε περιμένοντας τη λύτρωση των εκλογών και τη παράδοση του υπερχρεωμένου δήμου στο νέο τυχερό ένοικο του δημαρχιακού μεγάρου.

Θέλετε να πάμε στο σκέλος των εξόδων; Προσωπικό που προσλαμβανόταν άκριτα και χωρίς σχεδιασμό, προκειμένου να ικανοποιηθούν πολιτικές εξυπηρετήσεις ευθέως μεταφραζόμενες σε ψήφους. Έσοδα που ποτέ δεν βεβαιώθηκαν, ή ακόμα χειρότερα, δεν εισπράχθηκαν για να ικανοποιήσουν την προσωπική πελατεία και να μην δυσαρεστηθούν οι διάφοροι opinionmakers των μαγαζατόρων, φίλων, συντρόφων ή συνοδοιπόρων. Με μια λέξη, ασυδοσία!

Όσο για τα έργα, πόσα δεν εξαγγέλθηκαν, δημοπρατήθηκαν, τεμαχίστηκαν και ακριβο-συμβασιοποιήθηκαν, μισο-ολοκληρώθηκαν και δεν πληρώθηκαν τελικά, αφήνοντας τρύπα στα άδεια ταμεία του δήμου; Και φυσικά ούτε λόγος για αναζήτηση ευρωπαϊκών ή εθνικών πόρων.

Έτσι χρεοκόπησαν, όσοι δήμοι οδηγήθηκαν εκεί. Και ίσως αρκετοί αναγνωρίζουν σε αυτήν τη σύντομη περιγραφή μια μικρογραφία πολλών από τους λόγους, τις παθογένειες και τις πολιτικές πρακτικές που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση και την ύφεση.

Φίλες και φίλοι, όλα αυτά ανήκουν σε μια πολιτική κουλτούρα και πρακτική από την οποία πρέπει πλέον οριστικά, απολύτως ορατά και διακριτά να διαφοροποιηθούμε. Γιατί η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να αναδειχθεί σε όργανο κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, αιχμή ενός ευρύτερου μεταρρυθμιστικού σχεδίου ανασυγκρότησης.

Ο σοβαρός σχεδιασμός, οι στοχευμένες και συγκροτημένες δράσεις, ο καθημερινός αγώνας, τα καινούργια εργαλεία και μια νέα αντίληψη, μας έδειξαν στον Δήμο Αθηναίων, ότι το ζητούμενο ενός νέου μοντέλου λειτουργίας είναι εφικτό και πραγματοποιήσιμο. Θα μου επιτρέψετε να σας αναφέρω δύο παραδείγματα:

Για το στόχο της διαφάνειας, της παροχής όλων των στοιχείων για δημόσιο έλεγχο και κοινωνική λογοδοσία, έχουμε διαθέσιμο τον προϋπολογισμό σε πραγματικό χρόνο αναρτημένο στο διαδίκτυο. Δώσαμε έτσι τη δυνατότητα στο καθένα να μας ελέγξει και να μας κρίνει! Όποιος επισκέπτης του site θελήσει, μπορεί να δει σήμερα, 18 Ιανουαρίου 2014 τί έχουμε εισπράξει μέχρι τώρα που σας μιλάω και τί έχουμε ξοδέψει από την αρχή του έτους. Να συγκρίνει και να δει σε βάθος αναλυτικά όλα έσοδα και όλες τις δαπάνες από το 2005 έως και το 2013. Αυτό είναι μια σύγχρονη μορφή δημοκρατίας. Μιας δημοκρατίας που επιτρέπει στο καθένα να ελέγχει συνεχώς και αυστηρά τη δημοτική αρχή.

Στο δήμο Αθηναίων προχωρήσαμε επίσης – με επιτυχία- σε ένα μεγάλο και πρωτοποριακό εγχείρημα. Διαχειριστήκαμε μόνοι μας πόρους του ΕΣΠΑ και καταφέραμε σε 13 μήνες να έχουμε εντάξει έργα 120 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία περιλαμβάνουν αναπτυξιακά έργα υποδομών της πόλης, έργα στήριξης της επιχειρηματικότητας και ενίσχυσης της τοπικής οικονομίας. Είναι το Έργο Αθήνα, ένα πολυεπίπεδο, επιχειρησιακό πρόγραμμα [για την περίοδο 2012- 2020], για την αναβάθμιση της ζωής στην πόλη.

Σήμερα υλοποιούνται ήδη 16 έργα, συνολικού προϋπολογισμού 38 εκατομμυρίων, σε διαφορετικά πεδία και περιοχές του κέντρου της Αθήνας.

Προσπαθούμε να δώσουμε κίνητρα ανάπτυξης στις επιχειρήσεις του κέντρου του λεκανοπεδίου της Αθήνας, εκεί που χτυπά η καρδιά της πρωτεύουσας. Δημιουργούμε κέντρα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, φροντίζοντας να αποκαθιστούμε σημαντικά κτίρια του δήμου για να στεγαστούν εκεί οι νέοι επιχειρηματίες. Αμφιβάλλω –θα μου επιτρέψετε να πω– αν θα είχαμε την ίδια αποτελεσματικότητα, στην περίπτωση που το κράτος έκανε τη διαχείριση του προγράμματος.

Το σύνθετο στρατηγικό μας πρόγραμμα [το Έργο Αθήνα] αποτελεί για το δήμο Αθηναίων βασικό πυλώνα στον δρόμο για την ανάπτυξη. Η ανάπτυξη όμως δεν έρχεται ούτε νομοτελειακά ούτε άκοπα και ούτε φυσικά είναι πανάκεια. Απαιτεί όραμα, σχεδιασμό, δράσεις πανελλαδικής εμβέλειας αλλά και στοχευμένες ενέργειες σε τοπικό επίπεδο. Βασική προϋπόθεση για να αποτελέσει μοχλό ο δήμος στην τοπική ανάπτυξη είναι να είναι σύγχρονος, λειτουργικός και βιώσιμός οικονομικά.

Να μπορεί επίσης να βοηθά τις επιχειρηματικές προσπάθειες, να επιταχύνει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, αλλά και να διαθέτει μηχανισμούς ελέγχου των δραστηριοτήτων τους. Να μπορεί να αποφασίζει άμεσα τις χρήσεις γης αλλά και να καθορίζει τι είδους επιχειρηματικές δραστηριότητες θέλει να υπάρχουν στα όρια του.

Ωστόσο, αγαπητοί, φίλες και φίλοι. Κανένα ολοκληρωμένο ρόλο δεν μπορούν να έχουν οι Δήμοι όσο είναι δέσμιοι του ασφυκτικού γραφειοκρατικού μηχανισμού, όσο στο όνομα της νομιμότητας ή ακόμα χειρότερα της ανωριμότητας της αυτοδιοίκησης δεν δίνονται τα απαραίτητα εργαλεία και οι απαραίτητες –διευρυμένες– αρμοδιότητες. Όσο ακόμη η ουσιαστική αποκέντρωση, η αλλαγή ενός παρωχημένου θεσμικού πλαισίου, η οικονομική αυτονομία των δήμων, παραμένουν ταμπού για το κεντρικό κράτος.

Αποτελώντας έτσι τροχοπέδη στο όραμα για πόλεις δημοκρατικές και δυναμικές, με βιώσιμη ανάπτυξη, καινοτομία και ποιότητα ζωής, όπως ταιριάζει σε μια σύγχρονη Ευρωπαϊκή χώρα.
Ο Γιώργος Καμίνης είναι δήμαρχος Αθηναίων

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Είμαστε όλοι Ναουσαίοι;

Είμαστε όλοι Ναουσαίοι;








Την ιστορία της επιστολής του γιου του αντιδημάρχου Πολιτισμού, αθλητικών δραστηριοτήτων και Παιδείας του Δήμου Νάουσας, που οδήγησε σε παραίτηση τον πατέρα του από την θέση του, την ανάρτησαν πολλοί συμπολίτες μας και τόνισαν-σωστά-τα σημεία εκείνα που το παιδί εντόπιζε στο γράμμα του.

Οτι ζει σε μια πόλη που δεν του αρέσει, που καταστρέφεται το φυσικό της περιβάλλον, στην οποία οι άνθρωποι που αξίζουν περιθωριοποιούνται και απομονώνονται, ότι είναι (η πόλη) αλαζονική και αυταρχική,ότι δεν μπορεί κανείς να ονειρευτεί σ αυτήν. Σε μια πόλη γεμάτη αποτσίγαρα, βρώμικη. Που οι άνθρωποι της συνδέουν την πολιτική με τους πολιτικούς.

Οι συμπολίτες μας που ανάρτησαν το εν λόγω θέμα, παρέλειψαν να μας πουν ότι ο πατέρας-αντιδήμαρχος, εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση, γιατί εναντίον του δήμου Νάουσας εκτοξεύθηκαν  έντονες διαμαρτυρίες από κατοίκους της πόλης και ότι στην επιστολή παραίτησης του έπλεξε το εγκώμιο του θάρρους του παιδιού του και της ειλικρίνειας τέτοιων αναφορών από νέους ανθρώπους..

Μοιραίο είναι να κάνει κανείς σκέψεις και να προσπαθήσει να μεταφέρει αυτό το "παράδειγμα" στην πόλη του. Στην πόλη μας. Πολλά-ίσως και περισσότερα-απ αυτά που αναφέρει το παιδί ισχύουν και σε μας εδώ. 

Δεν είναι η καθαρότερη πόλη η Ξάνθη. Δεν ήταν η ευτυχέστερη σε επιλογή ανθρώπων που άξιζαν και μπορούσαν να την διοικήσουν καλύτερα και με περισσότερη φαντασία. Δεν υπήρχαν όλα αυτά τα χρόνια, που ο δήμος μας διοικείται από ανθρώπους μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας και έστησαν γύρω ένα σύστημα πολιτικών εξυπηρετήσεων, πετυχαίνοντας έτσι να είναι το απαραίτητο ποσοστό ψηφοφόρων που τους στέλνει κάθε φορά στην διοίκηση του δήμου. Η έλλειψη φαντασίας, αλλά και ενδιαφέροντος για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η πόλη, ήταν πάντοτε ένα χαρακτηριστικό τους.

Κυκλοφοριακό, διαχείριση απορριμάτων, δημοτικές επιχειρήσεις με αμφίβολο περιεχόμενο που χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως ψηφοθηρικοί μηχανισμοί και περιορισμός των δραστηριοτήτων του δήμου σε γιορτές αμφιλεγόμενης ποιότητας (κυρίως με τον τρόπο που τις διαχειρίζεται), όπως είναι αυτές της "παλιάς πόλης" και του "καρναβαλιού".

Ειδικά στις σημερινές συνθήκες που θα έπρεπε να ανασκουμπωθεί και παρά τις οικονομικές δυσκολίες, να πρωτοστατήσει σε κινήσεις πρωτοβουλίας και αλληλεγγύης προς τους πολίτες που βρίσκονται σε δύσκολη θέση, αυτό το το κενό πάλι από ιδιωτικά χέρια εθελοντών καλύφθηκε. Για το φιλοζωϊκό προφίλ του δήμου δεν θα πω τίποτα, γιατί θα είναι τραγικά.


Ο Δήμος Ξάνθης πρέπει να ξεφύγει, επί τέλους , από αυτό το τέλμα. Δυστυχώς οι ομάδες πολιτών που ενδιαφέρονται (δεν αναφέρομαι σε κόμματα-πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει η ανάμειξη τους με τον τρόπο που γίνεται, δεκαετίες τώρα, στην τοπική αυτοδιοίκηση), δεν ανταποκρίνονται με θετικό και , κυρίως, ενωτικό τρόπο, απέναντι σ αυτά τα χρόνια προβλήματα της πόλης. Δεν βλέπω -προς το παρόν- υπευθυνότητα που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του καιρού. Οι κινήσεις και προσπάθειες "διαδοχής" που γίνονται από την ¨πλειοψηφούσα λογική" που διοίκησε τόσα χρόνια τον δήμο, αλλά και ο πολυκερματισμός των "άλλων", οι οποίοι , επί πλέον, αδυνατούν να αναφερθούν στο πως πρέπει να εξελιχθούν τα πράγματα στο μέλλον, είναι κινήσεις "επί τα αυτά".

 Είναι λάθος και κενό περιεχομένου να γίνει η προσπάθεια ανάμειξης στα δημοτικά πράγματα, ευκαιρία για "αντιμνημονιακή διακήρυξη" και ξετύλιγμα αντιευρωπαϊκών σημαιών,για να καταγραφεί η "αγανάκτηση" και πέραν αυτού "γαία πυρί μιχθήτω".

 Αν κινηθούμε και πάλι στα συνήθη "μονοπάτια" ενός άνευρου , ατελούς και μη αναγνώσιμου προγραμματισμού, που θα αφήνει αδιάφορους τους πολίτες, και θα κινηθεί μόνο στα αίτημα της "αλλαγής"   στο επίπεδο των προσώπων, το παιχνίδι θα χαθεί πολύ γρήγορα. 


Είναι μια ευκαιρία, τώρα,που δεν πρέπει να πάει χαμένη.


Σ.Σαρακενίδης

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Για μια προσπάθεια ακόμη.........


    τρεις καθηγητές μιλούν για το σχολείο στην εποχή της κρίσεως



                Σωτήρης Γκαρμπούνης,Χριστίνα Παπαγγελή,Βασίλης Συμεωνίδης

Η συζήτηση γύρω από το σχολείο και τους πολίτες που θα θέλαμε να προετοιμάζει μοιάζει να επαναλαμβάνεται εδώ και πολλά χρόνια. Άλλωστε οποιαδήποτε κουβέντα και πολιτική πρακτική αφορά τη ρύθμιση της σχολικής ζωής και γνώσης, από μόνη της μας οδηγεί στους πολίτες που θέλουμε να φτιάξει το σχολείο. Σήμερα όμως, στην πραγματικότητα, μια κοινωνία σε κρίση καλείται να μιλήσει για ένα σχολείο σε κρίση και πώς μπορεί αυτό να καθοδηγήσει τους νέους ανθρώπους να διαμορφώσουν μια άλλη πολιτική υπόσταση που να ξεπερνά τις αγκυλώσεις και να δίνει προοπτική στις επόμενες δεκαετίες. Επομένως, είναι αναπόφευκτα μια συζήτηση με αναδρομές στο παρελθόν, με αυστηρή πολιτική κριτική, αιχμές, αυτοκριτική στάση για μας τους εκπαιδευτικούς και έντονη αγωνία για την τύχη και τις προοπτικές των παιδιών που αναζητούν διέξοδο από μια παρωχημένη σχολική πραγματικότητα.
Αυτό που η κρίση αναδεικνύει ακόμη πιο έντονα πλέον μέσα στη σχολική αίθουσα είναι η παθητικότητα και ένα αίσθημα ηττοπάθειας, η ματαιωμένη επιθυμία να αυτενεργήσουν οι μαθητές και να αποκτήσουν κριτική στάση απέναντι στη γνώση και στα πράγματα. Καθηλωμένοι για ώρες μέσα σε στεγνές και απρόσωπες αίθουσες, οι νέοι καλούνται να ακούν και να αναπαράγουν χωρίς πρακτικά να δημιουργούν, χωρίς να μπορούν να προτείνουν, χωρίς πρωτοβουλίες και δοκιμές, χωρίς συμμετοχή που να προκαλεί αλλαγές στη ρουτίνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, δηλαδή χωρίς σχολική ζωή. Με ένα μοντέλο μετωπικό και αυστηρά ιεραρχημένο που στηρίζεται στην αποστήθιση και στη δικαίωσή της μέσα από αλλεπάλληλες εξετάσεις καλούμαστε να διαμορφώσουμε πολίτες. Η αντίφαση είναι ξεκάθαρη. Για μας τους εκπαιδευτικούς γίνεται ακόμη πιο σκληρή όταν προσπαθούμε να συζητήσουμε με τους μαθητές μας για έννοιες όπως δημοκρατίασυμμετοχήπολίτης και διαπιστώνουμε τη δυσκολία να συνειδητοποιήσουν το περιεχόμενό τους. Και τότε μαθήματα όπως η Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή, η Ιστορία ή η Φιλοσοφία κλείνουν ειρωνικά το μάτι και επιβεβαιώνουν την παθητικότητα του σχολικού μοντέλου.
Μεγαλύτερος εχθρός φαντάζει πολλές φορές ο φόβος και η έλλειψη αυτοπεποίθησης και εμπιστοσύνης· δεν εντοπίζεται μόνο στο σχολείο, αλλά ίσως έχει την πρώιμη αφετηρία του εκεί. Φόβος για τους βαθμούς, φόβος για τις εξετάσεις, φόβος για την αποτυχία, φόβος για την ενδεχόμενη ματαιότητα της προσπάθειας και κυρίως φόβος για τη ζωή μετά το σχολείο. Συχνά εμφανίζεται σαν το μοναδικό κίνητρο υπακοής και προσαρμογής στις απαιτήσεις του σχολείου. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που τα παιδιά μεγαλώνοντας απομυθοποιούν πολλούς από τους διακηρυγμένους στόχους του. Φοβισμένοι πολίτες λοιπόν; Άλλη μια αντίφαση. Κι αν ο φόβος μοιάζει υπερβολή, δύσκολα θα αρνηθεί κάποιος που έρχεται σε επαφή με τους μαθητές καθημερινά την έλλειψη αυτοπεποίθησης αλλά και την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον ίδιο τον σχολικό θεσμό. Στάση που προβάλλει ισχυρότερη όταν αυτή η διαδρομή φτάνει προς το τέλος της. Εκεί η παρέμβασή μας γίνεται πιο ουσιαστική και ξεπερνά τα όρια της διεκπεραίωσης. Αλλά και όταν φαίνεται στα μάτια των παιδιών ότι το στοίχημα κερδίζεται, υπάρχει πάλι η αγωνία μήπως όλα μείνουν μια μεμονωμένη προσπάθεια που θα σβήσει από δυνάμεις ισχυρότερες έξω από τη σχολική αίθουσα.
Βεβαίως υπάρχει συνείδηση της ευθύνης να συνεχίσουμε στην ίδια κατεύθυνση, αλλά πάντα η αγωνία για το αποτέλεσμα που δεν έρχεται φέρνει θλίψη και μειώνει το κουράγιο. Άλλωστε γραφειοκρατικές δεσμεύσεις, η εμμονή στο αντικείμενο, η συμβατική προτεραιότητα να διεκπεραιωθεί η ύλη, η ανταγωνιστική βαθμολογία και η μέγγενη των εξετάσεων αφαιρούν πολύτιμο χρόνο ώστε να αναδειχτούν οι μαθητές ως υποκείμενα συνεργασίας τόσο μεταξύ τους όσο και μ’ εμάς τους δασκάλους τους. Κι έτσι επανέρχεται το ερώτημα πώς να αντιμετωπιστεί η νεανική απογοήτευση, η στροφή των μαθητών σε στάσεις και συμπεριφορές που κινούνται σε μια ιδιωτική αντίληψη για τον κοινό βίο, η καταφυγή σε εύκολες και ανιστόρητες απαντήσεις για τα ζητήματα που θέτει η κρίσιμη συγκυρία κατά την οποία ολοκληρώνουν την προσωπικότητά τους και διαμορφώνουν την ταυτότητά τους σε σχέση με τα οξυμμένα πολιτικά προβλήματα της εποχής.
Στην αναζήτηση γύρω από αυτά τα θέματα εύλογα στρεφόμαστε όλοι και στην πρόσφατη μεταπολιτευτική ιστορία της εκπαίδευσης. Σε μια περίοδο που έδειξε να ανοίγει παράθυρα δημιουργικότητας και συνεργασίας κυρίως μέσα από προγράμματα πολιτισμού, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, τοπικής ιστορίας ή της ευέλικτης ζώνης και καινοτομίες όπως οι σχολικές βιβλιοθήκες, οι ερευνητικές εργασίες, η χρήση νέων τεχνολογιών και ο ομαδοσυνεργατικός τρόπος δουλειάς. Ένα πεδίο που φωτίστηκε από πολλές πρωτότυπες και ουσιαστικές παρεμβάσεις δασκάλων και μαθητών. Ωστόσο φάνηκε ότι όλα αυτά αντί να λειτουργήσουν σαν δούρειος ίππος απέναντι στο ασφυκτικό πλαίσιο που περιγράψαμε, ώστε να αλλάξουν την εκπαιδευτική πραγματικότητα και να δώσουν άλλη προοπτική, τελικά λειτούργησαν στο περιθώριο –και πετσοκομμένα πια εξακολουθούν να λειτουργούν– σαν άλλοθι εκσυγχρονισμού ή σαν δίοδος για την απορρόφηση ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων.
Τι πήγε λοιπόν στραβά; Για ποιους λόγους έμειναν αναξιοποίητες όλες αυτές οι ευκαιρίες; Πού οφείλεται η δυσπιστία να υιοθετηθούν ως διευρυμένες εκπαιδευτικές πρακτικές; Είναι άραγε ευθύνη των εκπαιδευτικών που καλούμαστε να τις εφαρμόσουμε; Και πώς μπορούμε να παλέψουμε την αντίφαση σε σχέση με τον σκληρό πυρήνα του εκπαιδευτικού πλαισίου; Πολλές από αυτές τις εκπαιδευτικές πρακτικές αναιρέθηκαν ή βρίσκονται υπό αίρεση μέσα από μια αντιμεταρρυθμιστική προσπάθεια που προβάλλει την ανταγωνιστικότητα μαθητών, δασκάλων και σχολείων σαν λύση στο αδιέξοδο της κρίσης. Προσδίδει μ’ άλλα λόγια ποσοτικά γνωρίσματα σε μια διαδικασία που έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά. Άλλη μια αντίφαση λοιπόν.
Εδώ, σε τέτοια ερωτήματα συνήθως κολλάμε..., αλλά δεν έχουμε επιλογές και ξαναπιάνουμε το νήμα για μια προσπάθεια ακόμη.


Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Το σκληρό 2014

του Κώστα Καλλίτση



Στην επόμενη γωνία είναι η Ανάπτυξη και περιμένει να πέσουμε στην αγκαλιά της; Μετά πέντε χρόνια σφοδρής κρίσης, ένα «κανονικό» (για να μεταχειριστώ μια λέξη του συρμού...) πολιτικό σύστημα θα είχε κουραστεί να λέει ψέματα. Και η αλήθεια είναι ότι το 2014 θα είναι σκληρότερο από το 2013, ακόμη κι αν δεν μειωθεί το ΑΕΠ, δεν αυξηθεί η ανεργία, διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα, με μηδενικό έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Γιατί όσο περισσότερο διαρκεί η σημερινή κατάσταση, τόσο βαρύτερα αισθητές και δυσχερέστερα αναστρέψιμες γίνονται οι συνέπειές της. Αλλά, χωρίς αλλαγή ρότας, θα υπάρξει (και) επιδείνωση των μεγεθών.

Με τη νέα φορολογία επιχειρήσεων, π.χ., οι μικρές επιχειρήσεις με εισόδημα μέχρι 40.000 ευρώ οδηγούνται σε πνιγμό. Οι εταίροι μιας ομόρρυθμης εταιρείας που έβγαζε 40.000 ευρώ, λογικά πλήρωσαν για το 2012 φόρο 4.000 ευρώ και οι δύο. Με την επιβολή φόρου 26% από το πρώτο ευρώ (λόγω κατάργησης του αφορολογήτου) και την προκαταβολή φόρου 55%, φέτος θα πληρώσουν 13.500 ευρώ. Μια ατομική επιχείρηση με εισόδημα 10.000 ευρώ πλήρωνε 500 ευρώ. Φέτος θα πληρώσει φόρο 2.600 ευρώ και, μαζί με την προκαταβολή, 4.000 ευρώ περίπου. Χιλιάδες επιχειρήσεις θα κλείσουν. Το γνωρίζουν οι φοροτεχνικοί - είναι απλή αριθμητική.

Ακούγεται παράλογο, αλλά το ιδεολόγημα της τρόικας ότι η εκκαθάριση της αγοράς από μικρές επιχειρήσεις είναι προϋπόθεση για την πάταξη της φοροδιαφυγής, έγινε αποδεκτό. Πρόκειται για σκληρή νεοσυντηρητική πολιτική η οποία, επιπλέον, είναι έκδηλα αδιέξοδη, καθώς συνδυάζεται με απουσία εναλλακτικών πολιτικών ανάπτυξης. Ακούγονται, π.χ., ρητορείες περί εξωστρέφειας. Ομως, παρά την εξαΰλωση των μισθών, όποιος παράγει εξωθείται να μετοικήσει εκτός Ελλάδας, κυρίως λόγω του υπερβολικού κόστους ενέργειας. Η μεταποίηση τσακίζεται και η ανεργία διευρύνεται (και χωρίς απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων...) προκειμένου να επιδοτούνται τα κέρδη μεσαζόντων του φυσικού αερίου και αεριτζήδων των ανανεώσιμων πηγών. Τον Νοέμβριο οι εξαγωγές μειώθηκαν 22,6%. Εφόσον καταστρέφεται η παραγωγή, τι θα εξάγουμε;

Το 2014, στην καλή περίπτωση το ΑΕΠ θα αυξηθεί 1 δισ. ευρώ (θα μείνει 45 δισ. κάτω από το 2008) και η ανεργία θα μειωθεί κατά 15.000 (στους 1.332.000 ανέργους). Σε αυτήν την προοπτική, δεν είναι διατηρήσιμο το πρωτογενές πλεόνασμα – το ούτως ή άλλως εύθραυστο, λόγω του κοινωνικά άδικου (ισοπεδώθηκαν όλα προς τα κάτω, χωρίς αξιολογήσεις…) και οικονομικά καταστροφικού (οι δημόσιες επενδύσεις έμειναν οι μισές του 2008…) τρόπου με τον οποίο επιδιώκεται. Το δημοσιονομικό πρόβλημα δεν επιλύεται με τεχνάσματα «τύπου ΕΡΤ» (εισπράττει 190 εκατ. για να αποδώσει ως πλεόνασμα τα 90...), με αυτά απλώς παραπέμπεται η λύση του σε μια επόμενη κυβέρνηση. Αλλά, χωρίς δυναμική ανάκαμψη, σε ορίζοντα δύο ετών το ασφαλιστικό θα τείνει να ανατινάξει όποια δημοσιονομική ισορροπία έχει επιτευχθεί.

Η ελληνική κοινωνία, τελικά, ωθείται να προσδοκά ένα θαύμα από τις αγορές, με την παραπειστική προπαγάνδα που εμφανίζει ως περιζήτητα τα ελληνικά ομόλογα (κάτι που «δεν καταλαβαίνει» η PIMCO...). Η αλήθεια είναι ότι η άπειρη ρευστότητα που με σχεδόν μηδενικά επιτόκια διοχετεύουν οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και η ΕΚΤ, αναζητεί κερδοφόρες τοποθετήσεις. Οταν κρίνεται ότι οι αποδόσεις που προσφέρουν κάποιες χώρες του ευρωπαϊκού νότου (διπλάσιες από των ΗΠΑ...) αντισταθμίζουν τον κίνδυνο, τα διεθνή κεφάλαια τοποθετούνται. Π.χ., στην Ιρλανδία, που έχει μικρό κίνδυνο, μεγάλα πλεονάσματα, έχει βγει από το πρόγραμμα διάσωσης και αναζητεί δάνεια κυρίως για το 2015. Ετσι, η Ιρλανδία οδηγεί την υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων όλου του ευρωπαϊκού νότου. Αυτή δεν είναι στην κόψη του ξυραφιού – κι εμείς δεν είμαστε Ιρλανδία.

Χρειαζόμαστε ξένα κεφάλαια. Χωρίς αυτά δεν γίνεται οικονομική ανάπτυξη. Για να τα προσελκύσουμε, προϋπόθεση είναι να διαμορφώσουμε ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, που θα έχει την έγκριση του ελληνικού λαού και θα είναι πειστικό στους ξένους επενδυτές. Μια «κανονική» κυβέρνηση, λοιπόν, θα καλλιεργούσε πνεύμα εθνικής συνεννόησης και θα αναλάμβανε πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση κατάρτισης ενός τέτοιου σχεδίου. Θα απέτρεπε την κινδυνολογία ότι η αξιωματική αντιπολίτευση επιδιώκει την έξοδο της χώρας από το ευρώ ή (χειρότερα…) ότι εναγκαλίζεται την τρομοκρατία. Δεν θα χρησιμοποιούσε, ποτέ, διεθνές βήμα για να κατηγορήσει τους πολιτικούς αντιπάλους της - θα ακολουθούσε την παράδοση εθνικής αξιοπρέπειας των ελληνικών κυβερνήσεων. Και θα είχε την ικανότητα να διακρίνει πότε πλήττονται οι πολιτικοί της αντίπαλοι και πότε πλήττεται η ίδια η χώρα. Θα έλεγε στους ακραίους της παράταξής της: «Γιατί, άραγε, ένας ξένος να ρισκάρει να επενδύσει στην Ελλάδα, αν του λέτε ότι η (πιθανόν) επόμενη κυβέρνηση θα σύρει τη χώρα εκτός ευρώ και θα είναι ανεκτική στις τρομοκρατικές οργανώσεις;». Και θα τους απομόνωνε.
Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

ούτε τη Σκύλλα ούτε τη Χάρυβδη. Τι θέλουμε να αλλάξει



Ο διμέτωπος αντικαθεστωτισμός ως προϋπόθεση
του ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης

Η επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, η δρομολόγηση της οποίας αναγγέλθηκε και επίσημα από τον πρωθυπουργό στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του, αποτελεί μια σημαντική αφορμή για να ξαναμπούν στο τραπέζι όλα τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα της χώρας και να αναζητηθούν λύσεις που θα ξεπερνούν τον στενό ορίζοντα της συγκυρίας και τις συχνά ψευδεπίγραφες αντιθέσεις της.
Είναι αναμφίβολο ότι εκείνο που προεχόντως αναδείχθηκε από την πρόσφατη κρίση, παρότι αυτή επικεντρώθηκε στο πεδίο της οικονομίας, είναι η ολοκληρωτική πολιτικοδιοικητική κατάρρευση του ελληνικού κράτους και η καταφανής αδυναμία του να ανταποκριθεί, έστω και στοιχειωδώς, τόσο σε πολιτικό όσο και σε διοικητικό επίπεδο, στον ρόλο του ως συνεκτικού στοιχείου του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Η μεταρρύθμιση λοιπόν του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος δεν είναι μια απλή προτεραιότητα. Είναι αδήριτη και επιτακτική αναγκαιότητα.
Προς ποια κατεύθυνση όμως θα κινηθεί μια τέτοια μεταρρύθμιση; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, πρέπει, κατά την άποψή μου, να ξεκινήσουμε από την αποτίμηση των έως τώρα σχετικών επιλογών, η οποία είναι αναμφίβολα αρνητική. Πράγματι, έως τώρα αυτό που έχει επικρατήσει είναι: α) είτε η εική και ως έτυχε σώρευση κοινότοπων μεταρρυθμιστικών προτάσεων επί παντός επιστητού –όπως έγινε εν πολλοίς με τη μαξιμαλιστική μεν αλλά άχρωμη και άτολμη αναθεώρηση του 2001, αλλά και όπως επαναλήφθηκε ήδη σε όσες προτάσεις κομμάτων είδαν έως τώρα το φως της δημοσιότητας–, β) είτε η άκριτη, σπασμωδική και αντανακλαστική υιοθέτηση, υπό την πίεση της τρόικας, κοντόφθαλμων και αποσπασματικών θεσμικών αλλαγών. Αλλαγών που μπορεί μεν, βραχυπρόθεσμα, να δίνουν εμβαλωματικές λύσεις σε ορισμένα επείγοντα και πανθομολογούμενα προβλήματα αλλά δεν εντάσσονται σε κανένα σχέδιο ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των προκλήσεων και των αναγκών της σημερινής πολυσύνθετης ελληνικής πραγματικότητας, πέρα από το ότι είναι φανερό πως συχνά υπαγορεύονται από εγχώρια και ξένα οικονομικά συμφέροντα…
Στο σημείο αυτό λοιπόν ανακύπτει το δεύτερο ερώτημα. Είναι άραγε δυνατόν σήμερα να προβληθεί μια πρόσφορη και πειστική εναλλακτική μεταρρυθμιστική πρόταση, προοδευτικού χαρακτήρα, για τον ριζικό μετασχηματισμό του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος; Η απάντηση, κατά την άποψή μου, είναι θετική, υπό μία απαρέγκλιτη όμως προϋπόθεση: να είναι απόρροια μιας συγκεκριμένης στρατηγικής, που θα εκκινεί από έναν συνολικό αναστοχασμό, ως προς το πολιτικοδιοικητικό σύστημα που επικράτησε μετά τη μεταπολίτευση, και θα καταλήγει όχι μόνον σε ρηξικέλευθες προτάσεις αλλά και σε στοχευμένες συγκρούσεις για την αντιμετώπιση των δομικών παθογενειών του.
Θα ορίσω αυτή τη στρατηγική σαν «διμέτωπο αντικαθεστωτισμό» και θα προσπαθήσω να εξηγήσω τόσο τον όρο όσο και το περιεχόμενό του:
Αν θελήσουμε να εντοπίσουμε το θεμελιακό πρόβλημα του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος, θα καταλήξουμε νομίζω, από τον έναν ή τον άλλο δρόμο, στον βαθύτατο «καθεστωτισμό», που διαπερνά όλες τις πτυχές και όλες τις εκδοχές του. Σταδιακά, χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη και χωρίς αιδώ, για να παραφράσουμε τον ποιητή, γύρω από το πολιτικοδιοικητικό σύστημα της μεταπολίτευσης χτίστηκαν πανύψηλα καθεστωτικά τείχη, που όχι μόνον το απομόνωσαν από τη νομιμοποιητική του βάση, τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά και υπέθαλψαν, στο εσωτερικό του, όλες τις παθογένειες που είδαμε να εκδηλώνονται ανάγλυφα στη σημερινή κρίση. Αυτές τις παθογένειες θα μπορούσαμε νομίζω να τις κατατάξουμε σε δύο βασικές κατηγορίες:
Η πρώτη κατηγορία αφορά αυτό που θα λέγαμε «κρατικοοικονομικό» κατεστημένο. Πρόκειται για τα προκλητικά προνόμια και τις ποικίλες καθεστωτικές νοοτροπίες και πρακτικές που συνδέονται τόσο με τη λειτουργία των κορυφαίων πολιτικοδιοικητικών θεσμών όσο και με τις υπόγειες αθέμιτες συναλλαγές του πολιτικού τους προσωπικού με ποικίλα οικονομικά και «μιντιακά» συμφέροντα, στο πλαίσιο της διαβόητης πλέον διαπλοκής. Μιας διαπλοκής που έχει έντονο ελληνικό χρώμα, διότι στην πραγματικότητα δεν αφορά, όπως σε άλλες χώρες του ορθολογικού καπιταλισμού, την αθέμιτη συναλλαγή δύο διαφορετικών –διακριτών και σχετικά αυτόνομων– χώρων, του κρατικού και του ιδιωτικού, αλλά την αποικιοποίηση του δημοσίου από ένα ιδιότυπο οικονομικό παρακράτος –τραπεζιτών, προμηθευτών, εργολάβων και «μιντιαρχών»– που αναπτύχθηκε παρασιτικά γύρω από το κράτος και εξακολουθεί να το απομυζά ποικιλοτρόπως. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο και αυτοτροφοδοτούμενο κρατικοοικονομικό εξουσιαστικό σύμπλεγμα, το οποίο μπλοκάρει κάθε μη ελεγχόμενη από αυτό αλλαγή και χρωματίζει κατά έναν τρόπο μοναδικό –και άκρως αποκαρδιωτικό– τη λειτουργία του πολιτικοδιοικητικού συστήματος.
Πέρα όμως από αυτόν τον κρατικοοικονομικό καθεστωτισμό της κορυφής, που συνδέεται ιδίως με τη μακροχρόνια άσκηση της εξουσίας, υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία, διόλου αμελητέα. Πρόκειται για έναν άλλου τύπου καθεστωτισμό, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε κοινωνικοπολιτικό, διότι αφορά τους ποικίλους διαμεσολαβητές του πολιτικοδιοικητικού συστήματος. Αυτός ο καθεστωτισμός, που συνδέεται, ειδικότερα, με τις παθογένειες των κομμάτων και των συνδικάτων και εκδηλώνεται με νοοτροπίες και πρακτικές που αναπαράγουν τον πελατειακό κρατισμό, τον συντεχνιασμό και τον λαϊκισμό, έχει την εξής ιδιαιτερότητα: δεν αφορά μόνο τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, αλλά χαρακτηρίζει, δυστυχώς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το σύνολο του πολιτικού μας συστήματος, με ιδιαίτερες εκφάνσεις και συχνές εξάρσεις τόσο στον χώρο της Αριστεράς όσο και στον χώρο της Δεξιάς.
Με βάση αυτή τη σχηματική και ελλειπτική, κατ’ ανάγκην, σκιαγράφηση των δύο διακριτών αλλά και συχνά αλληλένδετων καθεστωτισμών, μια προοδευτική μεταρρυθμιστική πρόταση πρέπει, κατά την άποψή μου, να κινηθεί σε μια στρατηγική διμέτωπης ρήξης, με συγκεκριμένες προτάσεις ανατροπής των πάσης φύσεως κατεστημένων νοοτροπιών και πρακτικών που έχουν στοιχειώσει στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικοδιοικητικού συστήματος. Ωστόσο, στο σημείο αυτό απαιτείται μια περαιτέρω διευκρίνιση. Οι προτάσεις αυτές πρέπει μεν να είναι ριζοσπαστικές και καινοτόμες, σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να οδηγούν στο να πεταχτεί, μαζί με τα απόνερα του καθεστωτισμού, και το παιδί, δηλαδή οι πολύτιμες κατακτήσεις του παγκόσμιου δημοκρατικού και προοδευτικού κινήματος, τις οποίες οφείλουμε να προστατεύσουμε ως κόρη οφθαλμού.
Έτσι, ειδικότερα:
Η ρήξη με τον κρατικοοικονομικό καθεστωτισμό με κανέναν τρόπο δεν πρέπει, εν πρώτοις, να οδηγεί στην προσχώρηση σε μια λογική απόρριψης και της ίδιας της Δημοκρατίας, όπως συμβαίνει προεχόντως με την ολοκληρωτική ιδεολογία της Χρυσής Αυγής αλλά και με ποικίλες άλλες «αντισυστημικές» αντιλήψεις που καλλιεργούνται τελευταία, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Επιπλέον, δεν πρέπει να συνεπάγεται ούτε τον έμμεσο στιγματισμό κάθε είδους επιχειρηματικότητας και, γενικότερα, οικονομικής πρωτοβουλίας, δεδομένου ότι, στο ορατό μέλλον τουλάχιστον, η προτεραιότητα για τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις δεν είναι –και δεν μπορεί να είναι– η ανατροπή της οικονομίας της αγοράς αλλά ο κοινωνικός και δημοκρατικός έλεγχός της, που καθίσταται ολοένα και δυσκολότερος στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής κρίσης.
Επιπλέον, η ρήξη με τον λαϊκισμό, τον πελατειακό κρατισμό και τον συντεχνιασμό, δηλαδή με τις παρεκτροπές που συνθέτουν τον δεύτερο, τον κοινωνικοπολιτικό καθεστωτισμό, δεν πρέπει επ’ ουδενί να ταυτιστεί με αντιλήψεις και πρακτικές που οδηγούν σε παράλληλη άρνηση του λαού, του κράτους και του συνδικαλισμού, δηλαδή των πλέον κρίσιμων θεσμικών πυλώνων της σύγχρονης δημοκρατίας αλλά και των πλέον σημαντικών πολιτικών αντίβαρων, απέναντι στην καταθλιπτική κυριαρχία των αγορών…
Με δεδομένες αυτές τις διευκρινίσεις, μια προοδευτική πολιτική στρατηγική πρέπει αφενός μεν να διηθήσει όλες τις κατατεθείσες προτάσεις και αφετέρου να επεξεργαστεί νέες, προκειμένου να επιτευχθεί ο διττός στόχος: αφενός η κατάργηση των στεγανών και των προνομίων του «κρατικοοικονομικού» καθεστωτισμού και αφετέρου η ανατροπή των λαϊκιστικών, κρατικιστικών και συντεχνιακών στερεοτύπων και παρεκτροπών του «κοινωνικοπολιτικού» καθεστωτισμού.
Αυτή είναι, κατά την άποψή μου, η μόνη προσέγγιση που μπορεί να αποδειχθεί πράγματι και όχι ψευδεπίγραφα προοδευτική, ως προς τον ριζικό μετασχηματισμό του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος. Από εκεί και πέρα, βέβαια, το μείζον ζήτημα είναι να υπάρξουν οι πολιτικές δυνάμεις που θα κινηθούν θαρραλέα προς αυτή την κατεύθυνση, αντιστεκόμενες στις σειρήνες του ως άνω πολυπλόκαμου καθεστωτισμού και ιχνηλατώντας έναν τέτοιο δρόμο διμέτωπης ρήξης με κατεστημένες δομές, νοοτροπίες και πρακτικές. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να δρομολογηθούν πολιτικές εξελίξεις για να διαμορφωθεί σταδιακά ένας ριζοσπαστικός και συνάμα ρεαλιστικός πόλος, με επίκεντρο τον δημοκρατικό, προοδευτικό και γνήσιο μεταρρυθμισμό, που θα αποτελέσει, συμβολικά και ουσιαστικά, την αφετηρία ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών.
Είναι γνωστό, βέβαια, ότι το να συνδυαστεί «ο λογισμός με τ’ όνειρο» δεν είναι εύκολο σε μια τέτοια εποχή, που όλα τα σκιάζει η φοβέρα της χρεοκοπίας και τα πλακώνει το άδικο και καταπιεστικό «δίκαιο της ανάγκης». Ωστόσο, αυτός ο δρόμος είναι, νομίζω, μονόδρομος για όποιον πιστεύει στην ανάγκη αναβίωσης της πολιτικής και αναζωογόνησης της Δημοκρατίας, τόσο υπό τη συμμετοχική και τη δικαιοκρατική όσο και υπό την κοινωνική εκδοχή της.

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Δεν παίζουμε εθνικές νίκες στα ζάρια των ιδεοληψιών



του Τριαντάφυλλου Δραβαλιάρη


Φθάνοντας στο τέλος(;) μιας σκληρής δοκιμασίας για τη χώρα έχουμε επιτύχει ήδη μια σημαντική νίκη-υποθήκη για το μέλλον. Τη συνειδητοποίηση από μεγάλο μέρος των πολιτών των αιτιών της κακοδαιμονίας του τόπου. Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, τον υπερδανεισμό που δημιούργησε την απάτη της αέναης ανάπτυξης και τον «πρωταθλητισμό» κοινωνικής πολιτικής από κυβερνήσεις με αναβολικά δάνειου πλούτου που ανίχνευσε το τεστ της κρίσης.

Σε ένα σημαντικό τους μέρος οι Ελληνες πολίτες συνομολογούσαν, έστω και σιωπηρά, ακόμα και καθυβρίζοντας τις αιτίες της κρίσης από την αρχή κιόλας της εκδήλωσής της και των μέτρων για έξοδο από αυτήν. Είμαστε και μικρός τόπος βλέπετε. Όλο και κάποιον «ανάπηρο» συνταξιούχο θα ʼχαμε στο ευρύτερό μας περιβάλλον. Όλο και κάποιοι θα ʼχαμε φθονήσει τον γείτονα με Cayenne να «οργώνει» τον Θεσσαλικό Κάμπο. Το γεγονός αυτό από κοινού με την απαντοχή της λύτρωσης σφυρηλάτησε αντοχές στην υπερφορολόγηση, στη βίαιη υποτίμηση μισθών και εισοδημάτων, στον Αρμαγεδδώνα της ανεργίας. Γιʼ αυτό άλλωστε δεν ευοδώθηκαν οι προσδοκίες κοινωνικής έκρηξης και πολιτικής ανατροπής. Παρά τον πόνο, τη φτώχεια αλλά και την εξαθλίωση τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού. Παρά το γεγονός ότι οι πληγές των σκανδάλων προκαλούν οδυνηρές μνήμες για τους επιτηδείους της «εύφορης κοιλάδας». Παρά το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα δεν λείπουν περιπτώσεις ενδοτικότητας στον καταστροφικό πειρασμό της αναξιοκρατίας που αμαυρώνουν το πολιτικό σκηνικό.

Οι πολίτες έπαθαν αλλά έμαθαν. Οι πολιτικοί όχι. Παρά τον κίνδυνο ισοπέδωσης παραμένει εντυπωσιακό το γεγονός πολιτικών που επενδύουν ακόμα στον «λάθος εχθρό» για να αποκομίσουν πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη. Στα σκληρά Μνημόνια, που κατέστησαν όμως μονόδρομο οι εγχώριες και όχι οι ξένες κυβερνήσεις. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Λησμονώντας -ίδιον πια της βραχύβιας μνήμης μας- πως ενταγμένη η χώρα σε αυτούς τους θεσμούς δημιούργησε τείχη ασφαλείας από επίβουλους γείτονες και ένα βιοτικό επίπεδο για τον ελληνικό λαό που δεν είχε προηγούμενο.

Είναι εντυπωσιακό. Αυτές οι δυνάμεις, αν και δηλώνουν ευρωπαϊκές, τροφοδοτούν με ασυλλόγιστο τρόπο τον ευρωσκεπτικισμό υιοθετώντας έναν άθλιο λαϊκισμό, η συμπερίληψη του οποίου έγκειται στο ότι κάποιοι πρέπει να μην δανείζουν ώστε εμείς ανεξέλεγκτα να ξοδεύουμε. Είναι πολιτικές δυνάμεις που ακόμα και σήμερα ηθελημένα αγνοούν πως η ευρισκόμενη σε καραντίνα αγορών Ελλάδα απολαμβάνει μεσοσταθμικά επιτόκια της τάξης του 2,85% και ανενδοίαστα κάνουν προπαγάνδα για τοκογλυφικούς δανεισμούς.

Είναι απίθανη η εθνική μας ελαφρότητα. Δύο μεγάλες εθνικές νίκες να τις παίζουμε στα ζάρια των ιδεοληψιών. Την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την παρουσία μας στο ευρώ. Ό,τι καλύτερο μας συνέβη εδώ και περίπου μισό αιώνα.

Θέλουμε όλοι να βρισκόμαστε στο κλαμπ των ισχυρών; Αν «ναι» θα συμμορφωθούμε με τους κανόνες του κλαμπ. Αυτό προωθεί με όποιο κόστος, λάθη και επώδυνες αστοχίες ενίοτε, η επιχειρούμενη προσαρμογή.

Επιχειρείται ορθά; Υπάρχουν άλλοι που μπορούν να μας επαναφέρουν ταχύτερα και με ασφάλεια στη «Γη Χαναάν»;

Αυτό είναι το μοναδικό ερώτημα και επʼ αυτού το δίλημμα της επιλογής στις εκλογές.

Όσοι, πάντως, υποστηρίζουν ή υπονοούν «πατριωτικά» γιουρούσια στα οχυρά της Ευρώπης με μονομερείς στάσεις πληρωμών και φαντασιώνονται έντρομους Ευρωπαίους να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους στη θέα της επελαύνουσας αντιμνημονιακής στρατιάς, ας έχουν υπόψη τους πως ο οπλισμός και τα πυρομαχικά της εξαρτώνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ώρες - ώρες ένα μέρος του πολιτικού σκηνικού φέρνει στο νου εικόνες από τον χορό των δερβίσηδων. Περιστρεφόμενους με επίκεντρο τον εαυτό τους σε μια μυσταγωγία που ξεπερνά το φράγμα του χώρου και του χρόνου.

Η συνέχεια είναι πιο πεζή. Υποχώρηση του εδάφους κάτω από τα πόδια μας και διακτινισμός στη χρεοκοπία. Για να ζήσουμε αυτό που δεν μας συνέβη. Διότι, μη ξεχνιόμαστε, υπήρχε και αυτό. Και παραμένει. Δαίμων εν υπνώσει.

ΥΓ. Η Ελλάδα έζησε το θρίλερ της ταπεινωτικής επιτήρησης από την τρόικα, για τον πρόσθετο λόγο της πολιτικής της αναξιοπιστίας. Εξερχόμενη από το Μνημόνιο θα έρθει αντιμέτωπη με μία δυσκολότερη «επόμενη ημέρα». Της ανάπτυξης. Αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ευνοϊκό διακανονισμό του χρέους και ρευστότητα στην αγορά. Και οι δύο παράγοντες οδηγούν στην Ευρώπη. Θα βοηθήσει; Λογικά «ναι». Υπό την αίρεση της πολιτικής σταθερότητας. Εννοείται. Και υπονοείται, «όχι» με μια κυβέρνηση ύποπτη για αναξιοπιστία αλλά για κάτι ακόμα πιο ασυγχώρητο. Για αλλαξοπιστία σε ό,τι αφορά τη θέση και τον προσανατολισμό της χώρας.