Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Η έξοδος από το μνημόνιο


του Παναγιώτη Παναγιώτου


Καθώς βαδίζουμε προς τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές, όλα τα κόμματα επιχειρούν να «χτίσουν» ένα γενικότερο «πολιτικό προφίλ» αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιούργησε η κρίση και μέσα σʼ αυτό να εντάξουν τη δική τους παρουσία.

Είναι αξιοσημείωτο ότι σʼ όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων υπάρχει ένας «κοινός τόπος», παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις:

Το τέλος των μνημονίων! Ουδείς Ελλην πολιτικός δηλώνει διατεθειμένος για μία νέα μνημονιακή δέσμευση, συμπεριλαμβανομένων και των «θεωρητικών» της αναγκαιότητας και της θετικότητας για τη χώρα, των μνημονιακών επιλογών.

Το πόσο είναι εφικτό αυτό για την Ελλάδα στη σημερινή Ευρώπη είναι ένα άλλο ερώτημα. Ομως το σίγουρο είναι ότι η «έξοδος από τα μνημόνια» είναι -τουλάχιστον- κοινή επικοινωνιακή και πολιτική τακτική των κομμάτων: Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ λ.χ. το θεωρούν ως το «τελικό επίτευγμα» της «δύσκολης πολιτικής» που εφάρμοσαν τα τελευταία χρόνια και το συνδυάζουν με την έγκριση της επόμενης δόσης από την τρόικα, την ελάφρυνση του χρέους από την Ευρωζώνη και την έξοδο στις αγορές για δανεισμό, δηλώνοντας παράλληλα ότι η χώρα δεν χρειάζεται νέο δανεισμό, άρα και νέο πλαίσιο δεσμεύσεων. Δεν ξέρω -αμφιβάλλουν πολλοί- αν το «εργαλείο» του πλεονάσματος με ταυτόχρονη προς το παρόν ύφεση, ή ελάχιστη ανάπτυξη, είναι αρκετό για ένα τόσο αισιόδοξο σενάριο. Οι ενδείξεις πάντως από την πλευρά των εταίρων - δανειστών μας -παρʼ ότι τα ακούνε όλα αυτά- είναι μία στάση επιφυλακτική, ενώ ο Σόιμπλε μιλάει καθαρά για νέο «μικρό δανεισμό» κατʼ αρχάς, για το χρηματοδοτικό κενό του 2014 - 2015 της τάξης των 15-20 δισ. με ένα νέο πλαίσιο δεσμεύσεων «μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα» ή κάποια μορφή παράτασης του μνημονίου και μετά βλέπουμε... σε συνδυασμό με ενός είδους ελάφρυνση του χρέους.

Συμπέρασμα: Ανεξαρτήτως αν θα λέγεται «τρόικα και μνημόνιο», πλαίσιο δεσμεύσεων και ελέγχων θα υπάρχει, έως τουλάχιστον την εκλογίκευση του χρέους, ως ποσοστού του ΑΕΠ. Από την άλλη μεριά, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι η μνημονιακή πολιτική μας έβαλε πιο βαθιά στην κρίση και μόνο μέσω της ανατροπής της θα βγούμε απʼ αυτήν. Αρα τέλος τα μνημόνια και οι τρόικες και επαναδιαπραγμάτευση με τρεις άξονες: Διαγραφή μέρους του χρέους, αναπτυξιακή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, χωρίς χαρακτηριστικά δανείου και εξυπηρέτηση του συμφωνημένου χρέους ανάλογα με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.

Ως ιδέα δεν είναι κακή, μόνο που προφανώς «σκοντάφτει» στους υφιστάμενους πολιτικούς ευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Και βέβαια, μια επανατοποθέτηση του θέματος της αντιμετώπισης του ευρωπαϊκού χρέους -γιατί περί αυτού πρόκειται- είναι πολύ πιο δύσκολη υπόθεση, έστω κι αν είναι πιο συνεπής προς μια Ευρώπη αρχών και αλληλεγγύης.

Συμπερασματικά, η έξοδος από τα πλαίσια δεσμεύσεων και ελέγχων μιας ευρωπαϊκής χώρας, που θέλει να παραμείνει ευρωπαϊκή, ιδίως όταν βρίσκεται σε δανειακή εξάρτηση, δεν είναι τόσο απλή και εύκολη υπόθεση, είτε σʼ ένα πιο «ήπιο σενάριο» είτε σε ένα «πιο τολμηρό». Η καλλιέργεια αυταπατών στην ελληνική κοινωνία, εν όψει ευρωεκλογών, δεν είναι καλή υπηρεσία στον τόπο.

Από την άλλη όμως, είναι σαφές ότι έχουν εξαντληθεί τα οικονομικά και κοινωνικά όρια αντοχής της χώρας από τις ασκούμενες πολιτικές λιτότητας. Αρα, το ζητούμενο είναι η αλλαγή πολιτικής και ένας αποτελεσματικός σχεδιασμός ανάπτυξης με ελληνική πρωτοβουλία και ευθύνη, προφανώς σʼ ένα πλαίσιο συμφωνημένων δεσμεύσεων και στόχων με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, ανεξαρτήτως ονομασίας...

Ο Παναγιώτης Παναγιώτου είναι δημοσιογράφος

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Δεν είμαστε για άλλη Οδύσσεια.


του Τριαντάφυλλου Δραβαλιάρη

Είμαστε μια ανάδελφη χώρα.

Κατά μια δοξασία το ελληνικό πρόβλημα γεννήθηκε το 2010. Έχοντας το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ευρώπη, το δεύτερο μεγαλύτερο δημόσιο χρέος, τις δημόσιες δαπάνες να ’χουν αγγίξει το 52% του ΑΕΠ και τα έσοδα να ’χουν καταρρεύσει στο 39%.

Σε καμία κανονική χώρα δεν συνέβαινε ό,τι στην πατρίδα μας. Με ένα αδηφάγο και υπερδιογκωμένο Δημόσιο. Το έλλειμμα ήταν αδύνατο να μειωθεί χωρίς αντίστοιχη μείωση του μισθολογικού κόστους.

Μονόδρομος, λοιπόν, η επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή. Με όποια λάθη και ακρότητες. Στο όνομα της μητρότητας να συνταξιοδοτούνται εργαζόμενες στα πενήντα τους. Πώς, λοιπόν, δεν θα αλλάξει το ασφαλιστικό σύστημα; Με όποιες, προφανείς, αδικίες. Με όποιες περιορισμένες δυνατότητες βελτίωσης του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας σε μια ενιαία νομισματική οντότητα. Με ένα νόμισμα αλλά… διαφορετικά επιτόκια δανεισμού. Πλην, όμως, στην Ελλάδα η κρίση που αποκαλύφθηκε μόλις το 2009, δεν οδήγησε (ευτυχώς) σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.

Σε αυτή τη χώρα, ωστόσο, εξέλιπε ο κοινός νους και ο ορθός λόγος. Μη κανονική χώρα με μη κανονικά κόμματα. Με τα πρώτα σημάδια έκδηλης αγανάκτησης του κόσμου, αντί να ειπωθούν καθαρές αλήθειες στους πολίτες, υιοθετήθηκαν αριστερές και δεξιές στρατηγικές «γιούρια στον ταβλά με τα κουλούρια». «Κόντρα στο ρεύμα» οι μεν, «με το ρεύμα» οι δε.

Αμέσως παρουσιάσθηκαν οι «μάγοι με τα δώρα». Οραματιστές με νέα παροράματα. Νέα αφηγήματα. Φαντεζί συνθήματα. Οι οραματιστές θα ξετυλίγουν τα οράματά τους. Δεν θα πληρώσουν όμως ποτέ αυτοί.

Υποσχέσεις φρούδες σε όσους σταμάτησε βίαια το άλμα της εισοδηματικής κινητικότητας.

Ένας νέος άνθρωπος με περγαμηνές -ένα εκλογικό ποσοστό από το 4,60% το έφτασε στο 26,89%- διεκδικεί να κυβερνήσει τη χώρα σε μια πλέον κρίσιμη φάση της. Δεν είναι όμως σε θέση να περιμένει. «Όλα του πρέπουνε του νιου, εκτός από κουμάντο», κατά πως έλεγε και ο μπάρμπας μου.

Άκουγα την υποψήφια περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας και βουλευτή Θεσσαλονίκης, Δ. Χαρλαμπίδου, από το βήμα της Βουλής να υπόσχεται την απαγόρευση δια νόμου των απολύσεων από τον ιδιωτικό τομέα.

Και ένας άλλος, υποψήφιος Περιφερειάρχης, ο Οδυσσέας Βουδούρης, είναι αντιμέτωπος με τη χλεύη των νεοφώτιστων του ΣΥΡΙΖΑ επειδή ψήφισε το πρώτο Μνημόνιο, να χαρακτηρίζεται με την ευκολία που διακρίνει φανατικούς κομσομόλους ως πολιτικός γυροκόπος.

Εμείς Αλέξη, σου τα λέγαμε. Αλλά εσύ από προαναγγελία σε νέα αναγγελία ανατροπής. Πέρασαν φθινόπωρα, καλοκαίρια, χειμώνες και ακόμα να δούμε τη χαμένη άνοιξη της Αριστεράς. Και τώρα, άντε να μαζέψεις τα ασυμμάζευτα. Τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς του Γιάννη Δραγασάκη -καθότι ξένοι με κυβέρνηση της Αριστεράς οι ελλειμματικοί- με τον δραπέτη του ευρώ Παναγιώτη Λαφαζάνη.

Ανορθολογισμός με χαρακτηριστικά θρησκοληπτικών εμμονών. Έτσι, όμως, φτιάχνεις αιρέσεις, δεν συγκροτείς κόμματα εξουσίας.

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Παθήματα-Μαθήματα Καρυπίδης-Βουδούρης: δύο υποψηφιότητες που στέλνουν στον Σύριζα μηνύματα


του Γιώργου Σιακαντάρη

Το πρόβλημα με τις υποψηφιότητες των κυρίων Θ. Καρυπίδη και Ο. Βουδούρη για περιφερειάρχες Δυτικής Μακεδονίας και Πελοποννήσου αντίστοιχα, δεν είναι τόσο το κατά πόσο ο κ. Καρυπίδης είναι αντισημίτης ή το κατά πόσο ο κ. Βουδούρης νομιμοποιείται να πλασάρεται ως αντιμνημονιακός, αλλά το ότι και οι δύο αποτελούν απόρροια μιας συγκεκριμένης αντιπολιτικής πολιτικής ατμόσφαιρας. Οι δυο υποψηφιότητες είναι γέννημα- θρέμμα μιας αντίληψης για την πολιτική, σύμφωνα με την οποία η χώρα γεννήθηκε το 2010 (για τον Βουδούρη γεννήθηκε δυο χρόνια αργότερα) και από τότε χωρίζεται σε δυο μεγάλα στρατόπεδα, σ’ αυτούς που ασπάζονται το Μνημόνιο και σ’ αυτούς που το αντιμάχονται. Οι αιτίες που οδήγησαν σ’ αυτό είτε αποσιωπούνται είτε ακόμη χειρότερα προτείνονται ως λύσεις για την υπέρβαση του Μνημονίου.

Σε μια επίσκεψή μου στην Κοζάνη είχα δεχτεί μια πρόσκληση για συμμετοχή σε μια από τις εκπομπές του κ. Καρυπίδη. Από τις πρώτες ερωτήσεις μού έγινε εμφανές πως είχα να κάνω με κάποιον που εξέφραζε ένα βαθειά διχαστικό, εμφυλιοπολεμικό θα έλεγα λόγο. Ένας φανατικός αλλά ελκυστικός για πολλούς ανθρώπους λόγος μίσους, για ανθρώπους που είδαν να καταρρέει το όραμα της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, χωρίς οι ίδιοι να αντιλαμβάνονται το γιατί και πολλοί απ’ αυτούς χωρίς καν να φταίνε. Σ’ αυτόν το λόγο η κοινωνία δεν χωρίζεται σε τάξεις με αντιτιθέμενα συμφέροντα, σε ανισότητες εισοδηματικές, ευκαιριών και αφετηριών, αλλά χωρίζεται σε αγνούς αντιμνημονιακούς πατριώτες και μνημονιακούς εθνοπροδότες. Αυτός ο λόγος «εξαπάτησε» την τοπική οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ και προώθησε στην ηγεσία αυτή την υποψηφιότητα. Πριν όμως τους εξαπατήσει ο «όφις» Καρυπίδης, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική Μνημόνιο- αντιμνημόνιο είχε «διαπαιδαγωγήσει» τα μέλη της στο να στραφούν προς τέτοιες υποψηφιότητες. Γι’ αυτό είναι καλύτερα η ηγετική ομάδα να μη ψάχνει την «αστοχία υλικού» στην τοπική οργάνωση, αλλά στην αντίληψη για την πολιτική που η ίδια προωθεί.

Η υποψηφιότητα Βουδούρη είναι η άλλη πλευρά του ίδιου απολιτικού νομίσματος. Μόνο που αυτήν την υποψηφιότητα την προωθεί η ηγεσία σε βάρος της άποψης των τοπικών κοινωνιών. Ο υποψήφιος περιφερειάρχης Πελοποννήσου είναι προϊόν μιας αντίληψης για την πολιτική που αναπτύχθηκε περίπου από τα μέσα του 2000, κυρίως στο ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι μόνο, σύμφωνα με την οποία στη θέση των παλαιών υποκειμένων της πολιτικής (κόμματα, τάξεις, κράτος, έθνος, λαός) έρχονται να καταλάβουν κάποια νέα (μη κυβερνητικές οργανώσεις, εθελοντικοί και φιλανθρωπικοί σύλλογοι, ηλεκτρονικές δικτυώσεις), ενώ τις ταξικές ταυτότητες αντικαθιστούν κατηγορίες όπως μετανάστες, νεολαία, γυναίκες, εθελοντές κ.ά.

Η πολιτική εμφανίζεται ως απλή διαβούλευση μεταξύ κοινών αξιών και όχι ως πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε αντιτιθέμενες αξίες. Αυτή η πολιτική αντίληψη νομιμοποιείται μόνο από την ηγεσία και όχι από τη λαϊκή κυριαρχία. Άνοιξαν έτσι οι δρόμοι για τους λεγόμενους «κηπουρούς» ή για τους πολιτικούς «λάστιχα», οι οποίοι σήμερα είναι εδώ και αύριο εκεί και οι οποίοι θεωρούν ότι τα πάντα είναι «διαβούλευση» και θέμα διαπραγμάτευσης. Πολιτικοί δηλαδή για τους οποίους το ζητούμενο είναι η παραμονή τους στο προσκήνιο, αδιαφορώντας για τη σύγκρουση αξιών που γεννά η στάση τους.

Και οι δυο υποψηφιότητες είναι αποτέλεσμα μιας ριζοσπαστικής αντιπολιτικότητας που γεννιέται από το υπαρκτό, αλλά ανορθολογικό δίλημμα Μνημόνιο- Αντιμνημόνιο. Είναι αλήθεια ότι οι πολιτικές του Μνημονίου στήθηκαν πάνω σε ιδεολογίες που θεωρούν τις δημόσιες δαπάνες και το δημόσιο χώρο ως «μιάσματα» Η χώρα όμως τα τελευταία χρόνια είχε τη δυνατότητα είτε να συνδυάσει τις μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο και στην αγορά με τη συγκρότηση ευρωπαϊκών συμμαχιών που θα αμφισβητούσαν την ηγεμονική αντίληψη της λιτότητας εντός της Ε.Ε είτε να αποχωρήσει απ’ αυτήν. Δυστυχώς δεν έκανε το πρώτο και ευτυχώς ούτε το δεύτερο. Η πολιτική όμως του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ αυτό το δεύτερο μπορεί να το πετύχει.

Μακάρι τα παθήματα της απολιτικότητας του διλήμματος Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο να γίνουν μάθημα για την αξιωματική αντιπολίτευση και να επιστρέψει στην πολιτική, μακριά από Καρυπίδηδες και Βουδούρηδες. Αλλά όσο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει συμμάχους πέραν των ΑΝΕΛ δεν το βλέπω. Απ’ αυτήν εξαρτάται να τους αποκτήσει. Ένα μάθημα στροφής του ΣΥΡΙΖΑ προς την πολιτική θα ήταν η υποστήριξη προς υποψηφιότητες όπως αυτές των Καμίνη, Μπουτάρη και Σκοτινίωτη ως εκπρόσωπων όχι γενικά μιας αφαιρετικής Κεντροαριστεράς, αλλά ως φορέων μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την πολιτική ως μοντέλο κοινωνικής αλληλεγγύης. Αλλά φευ…
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της Μεταρρύθμισης

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Οι εκδοχές της κεντροαριστεράς










Σήμερα υπάρχουν δύο εκδοχές για την κεντροαριστερά. Η μία προτάσσει, για το καλό της χώρας, την στρατηγική συνεργασία με την Ν.Δ σε κυβερνητικό επίπεδο (ΠΑΣΟΚ+58). Η άλλη, επίσης για το καλό της χώρας, προτάσσει μία υπεύθυνη αντιπολίτευση (ΔΗΜ.ΑΡ και μια ευρύτερη συμμαχία του προοδευτικού χώρου), με μέτωπο τόσο στις συντηρητικές κυβερνητικές επιλο­γές όσο και στον αριστερό λαϊκισμό του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Υπάρχει όμως η ενδιαφέρουσα προϊστορία της τρικομματικής κυβέρνησης που είχε ως στόχους την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και στην ευρωζώνη, την διαφύλαξη της πολιτικής σταθερότητας και την σταδιακή αποδέσμευση από τους δυσμενείς όρους του μνημονίου.
            Η συνεργασία δεν ευδοκίμησε, γιατί η Ν.Δ  λειτούργησε με μονοκομματι­κή συντηρητική αντίληψη, όχι μόνο σε «μνημονιακές δεσμεύσεις» αλλά και σε μη «μνημονιακές». Δεν τήρησε τις προγραμματικές δεσμεύσεις των τριών εταίρων και προτίμησε να διαλύσει την κυβερνητική συνεργασία με την ΔΗΜ.ΑΡ με αφορμή την ΕΡΤ. Όμως αυτό δεν συνιστά κουλτούρα κυβερνητι­κών συνεργασιών, καθώς ένα συγκεκριμένο θέμα όπως αυτό της ΕΡΤ-παρά το ότι δεν ήταν μνημονιακή δέσμευση- αντιμετωπίσθηκε από την Ν.Δ. με όρους επικοινωνιακούς, αξιολογώντας το μάλιστα ως σημαντικότερο από την διαφύλαξη μιας αξιόπιστης κυβερνητικής συνεργασίας και σταθερότητας.
            Ενδιαφέρον έχει επίσης και η λειτουργία του ΠΑ.ΣΟ.Κ μέσα στην τρικομ­ματική κυβέρνηση. Αντί να συμβάλλει σ’ ένα πόλο της κεντροαριστεράς μέσα στην κυβέρνηση, την κρίσιμη στιγμή όπου μπορούσε να «κοπεί ο βήχας» της μονοκομματικής πρακτικής της Ν.Δ, ο κ. Βενιζέλος επέλεξε να συμπλεύσει με τον κ. Σαμαρά.
Άρα μια στρατηγική κυβερνητικής σύμπλευσης των δυνάμεων της κεντροαρι­στεράς (ΠΑ.ΣΟ.Κ-ΔΗΜ.ΑΡ) με την Ν.Δ , με στόχο την διαφύλαξη της ευρύ­τερης δυνατής πολιτικής σταθερότητας επιχειρήθηκε, αλλά «ναρκοθετή­θηκε» πολιτικά, τόσο από την Ν.Δ όσο και από το ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Την επανάληψη αυτού του εγχειρήματος στην ουσία ζητούν οι 58. Δηλαδή συνεργασία της ΔΗΜ.ΑΡ με το ΠΑ.ΣΟ.Κ  στις ευρωεκλογές και επανέ­νταξη στην συνέχεια όλης της κεντροαριστεράς στην κυβερνητική πολιτική (προφανώς και στην κυβέρνηση), για να αλλάξουν οι κυβερνητικοί συσχετισμοί! Κάτι όμως που επιχειρήθηκε, αλλά υπονομεύθηκε, στην τρικομματική κυβέρνηση από την ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Η κεντροαριστερά δεν μπορεί να υπάρξει και να συγκροτηθεί έξω από τις πραγματικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της χώρας. Ούτε μπορεί να έχει, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, προνομιακό πεδίο στην κυβερνητική πολιτική. Η κεντροαριστερά δεν είναι ένας «χώρος» μεταξύ Ν.Δ και ΣΥ.ΡΙΖ.Α, όπως μηχανιστικά προσδιορίζεται από πολλούς, χωρίς πολιτικούς και κοινωνικούς προσδιορισμούς.
Η πολιτική αντιπαράθεση του ΠΑ.ΣΟ.Κ και των 58 με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α και η απουσία πρότασης για την διαμόρφωση ενός νέου συνασπισμού εξουσίας, αυτο­μάτως τους μετατρέπει σε τμήμα της συμμαχίας με την Ν.Δ. Όσο δεν υπάρχει πρόταση συμμαχίας που να πιέζει και την ριζοσπαστική αριστερά στον εξορθολογισμό της πολιτικής της, τόσο περισσότερο ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α θα εγκλωβίζεται στις λογικές του «εμείς ή αυτοί», αυτοτροφοδοτώντας τον ηγεμονισμό του με θολές θεωρίες συνωμοσίας.
Από την άλλη πώς είναι δυνατόν ένα κόμμα (το ΠΑ.ΣΟ.Κ) που συμμετέχει στην κυβέρνηση, να κατέλθει σε κοινό ψηφοδέλτιο στις ευρωεκλογές με ένα άλλο κόμμα (την ΔΗΜ.ΑΡ) που ασκεί αντιπολίτευση; Ιδίως όταν οι ευρωεκλογές θα έχουν έντονο το στοιχείο της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Και την επομένη των εκλογών τι θα γίνει; Το ΠΑ.ΣΟ.Κ  θα συνεχίσει να είναι στην κυ­βέρνηση και η ΔΗΜ.ΑΡ στην αντιπολίτευση; Είναι άραγε σοβαρά και ρεαλιστικά πράγματα αυτά; Νομίζω πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν έχει ίχνος ρεαλισμού και δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική.
Είναι σαφές λοιπόν ότι εκ των πραγμάτων θα πορευθούμε προς το παρόν με δύο πολιτικές εκδοχές της κεντροαριστεράς, καθώς δεν υπάρχουν οι όροι μιας ενοποίησής τους. Και αυτό είναι πιο καθαρό και υγιές από διάφορες επιχειρούμενες πολιτικές λαθροχειρίες «τσουβαλιάσματος».


ΧΡΗΣΤΟΣ  ΓΚΑΡΜΠΟΥΝΗΣ