Γιάννης Παπαθεοδώρου
Μετά το φιάσκο της Κύπρου και τον εγκλωβισμό σε έναν ευρωσκεπτικισμό που μοιραία οδηγούσε, και πάλι, στο φλερτ με την έξοδο από την ευρωζώνη και το ευρώ, ο ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε μια νέα προοπτική στη στρατηγική του : τη «συμμαχία του Νότου». Γυρνώντας από την πορτογαλική επέτειο της «επανάστασης των γαρυφάλλων», ο Αλέξης Τσίπρας, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να πρωταγωνιστήσει σε αυτή τη νέα πολιτική πρωτοβουλία θεωρώντας πως αυτή θα είναι η λύση για την «έξοδο από τα μνημόνια» αλλά και το ανάχωμα απέναντι στη γερμανική κυριαρχία. Το σενάριο είναι απλό ∙ κάτι σαν το μυθιστόρημα «Βόρειοι και Νότιοι» στην παλιά τηλεοπτική εκδοχή του : «εκπληκτικές σκηνές μάχης, ανεκπλήρωτοι έρωτες, αμείωτη δράση». Μετά τη γοητεία του λατινοαμερικάνικου «τσαβίσμο», μετά τους λαφαζανικούς ύμνους για την κυπριακή «κάλπικη λίρα», ο ΣΥΡΙΖΑ, για μια φορά ακόμη, εκδηλώνει τον αντιευρωπαϊκό πλέον εκτροχιασμό του, επενδύοντας τις ψευδαισθήσεις του στο «μέτωπο του Νότου».
Τα προβλήματα αυτής της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι γνωστά και προφανή. Τα αναλύει σωστά και ψύχραιμα ο Κώστας Χαϊνάς σε πρόσφατο άρθρο του,[1] τονίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ α) αναπαράγει όλα τα στερεότυπα μεταξύ «Βορείων» και «Νοτίων», υποστηρίζοντας έτσι τους πιο ακραίους συντηρητικούς κύκλους που επιθυμούν την ανάσχεση της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης και τη διάσπασή της σε διαφορετικές «ζώνες ταχυτήτων» β) επιμένει στη μετατροπή της διαπραγμάτευσης σε «εκβιασμό», χωρίς να εξηγεί επαρκώς γιατί «οι βόρειοι» θα βάλουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη και γ) αποκρύπτει τις εσωτερικές και ενδογενείς αιτίες της κρίσης, που βέβαια είναι διαφορετικές σε κάθε χώρα. Δεν χρειάζεται, τέλος, να προσθέσουμε πως αυτή η πρωτοβουλία είναι μια «συμμαχία χωρίς συμμάχους»[2], αφού, ως τώρα, κανείς δεν έχει ανταποκριθεί στο κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ. (Αντίθετα, προς το παρόν, το μόνο πρόβλημα είναι το πώς θα γίνει η επικείμενη συνάντηση του Τσίπρα με τον Γκρίλο, χωρίς ο αρχηγός της ελληνικής αξιωματικής αντιπολίτευσης να εκτεθεί στην αρνητική δημοσιότητα που θα εκπέμψει η λαϊκιστική δημαγωγία του ιταλού πολιτικού κλόουν). Δεν θα με απασχολήσει όμως εδώ η νέα επινόηση του ΣΥΡΙΖΑ και η προσδοκία πιθανών ρεαλιστικών συμμαχιών ∙ η «ρεαλιστική στροφή» του άλλωστε τέλειωσε προτού καν αρχίσει, και οι πραγματικές συμμαχίες δεν υπάρχουν. Θα επικεντρωθώ, επομένως, σε ένα άλλο φαινόμενο που σχετίζεται άμεσα με την ανάκαμψη του νέο-αριστερισμού ως συστατικού στοιχείου της πολιτικής του.
Είναι φανερό πως η νέα πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ εδράζεται πάνω σε μια σταθερά εδραιωμένη και ευρέως διαδεδομένη «πολιτική των παθών» : στην κριτική των «ισχυρών» του Βορρά. Ο πυρήνας αυτής της συγκινησιακής εκδοχής για την πολιτική ανάλυση της πραγματικότητας συρρικνώνει τον ευρωπαϊσμό της αριστεράς σε ένα νέο γεωπολιτισμικό μανιχαϊσμό, που ταυτίζει την απειλή με μια συγκεκριμένη α-πολιτική τοπογραφία της κρίσης : η κρίση δεν πια είναι ένα διακύβευμα πολιτικών δυνάμεων, ένα ανταγωνιστικό πεδίο ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, αλλά μια αντιπαράθεση με τους «βόρειους» εταίρους της ίδιας ευρωπαϊκής οικογένειας.
Προωθώντας αυτή τη λογική, ο ΣΥΡΙΖΑ εισάγει για πρώτη φορά επίσημα στη ρητορική του μια εσωτερική «ενδο-ευρωπαϊκή ξενοδοφοβία»[3], που βεβαίως καλύπτει ένα επικίνδυνο μείγμα από εθνοταυτοτικές αναδιπλώσεις, άρση της εμπιστοσύνης για αντιπροσώπευση, και βέβαια επένδυση στο αντιπολιτικό φαντασιακό των «νότιων αγανακτισμένων». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως στον κ. Τσίπρα χρωστάμε και δύο άλλες ενδιαφέρουσες διατυπώσεις. Με αφορμή την Κύπρο, δήλωσε πως οι εταίροι μας είναι «γκάγκστερς», και, βέβαια, με κάθε ευκαιρία δεν παραλείπει να υπενθυμίζει πως οι μετέχοντες στην τρικομματική κυβέρνηση είναι «μερκελιστές».
Η επιμονή μάλιστα σε τούτη την στερεοτυπική (και τυπικά γερμανοφοβική) θέση δεν είναι βέβαια αθώα, καθώς προσπαθεί να ανασύρει τα υπόγεια ρεύματα μιας κοινωνίας που πάλεψε το ναζισμό στη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου και της εθνικής αντίστασης. Θα άξιζε μάλιστα να περισυλλέξει κανείς όλα αυτά τα ακραία μοτίβα της «αντιμνημονιακής» ρητορικής, που απορρέουν από μια καρικατούρα αντιστασιακής μνήμης («κυβέρνηση δωσιλόγων», «δεύτερη κατοχή», «γερμανοτσολιάδες» κλπ) για να δει πως συγκλίνουν σε αυτό που ο Πιέρ Αντρέ Ταγκίεφ ονομάζει προσφυώς : «ναζιστικοποίηση του αντιπάλου». Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Εγκαταλείποντας οριστικά τις καταστατικές θέσεις του ευρωκομμουνισμού για μια την Ευρώπη που διαπερνάται στο σύνολό της από τους δημοκρατικούς αγώνες των προοδευτικών κοινωνικών μετώπων, ο ΣΥΡΙΖΑ επιστρέφει στην αριστερίστικη δογματική θέση της επιλεκτικής «συμμαχίας του Νότου», αρνούμενος το πολύπλοκο και συχνά αντιφατικό παιχνίδι ρήξης και ανασύνθεσης των πολιτικών συσχετισμών ∙ ένα παιχνίδι συνδεδεμένο πάντα με το ιδιαίτερο στάδιο εμβάθυνσης της ίδιας της κρίσης.
Ωστόσο, η «συμμαχία του Νότου» έχει κι ένα άλλο πρόβλημα. Στα σημερινά συμφραζόμενα της Ευρώπης, ο νέος αντιευρωπαϊσμός δεν εκφράζεται μόνο με αποσχιστικές τάσεις αλλά και με την αξιοποίηση της ίδιας της κρίσης της ευρωπαϊκής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του πολιτικού φιλελευθερισμού. Ο νέος αντικαπιταλιστικός ηθικισμός που πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ συσπειρώνεται γύρω από οριζόντιες μορφές διαμαρτυρίας του «νότου», ως εάν το μόνο ενοποιητικό στοιχείο κοινής δράσης να ήταν το «Μνημόνιο», και όχι η ίδια η ευρωπαϊκή κρίση χρέους που απειλεί να τινάξει στον αέρα όλη την Ευρώπη. Η λαϊκιστική υπεραπλούστευση («βόρειοι θύτες vs νότια θύματα») εξελίσσεται, έτσι, σε μια νέα μορφή συσκότισης του πραγματικού προβλήματος : στην Ευρώπη (αλλά και στη Δύση) αυτή τη στιγμή διεξάγεται η πιο σοβαρή σύγκρουση ανάμεσα στο δημοκρατικό έλεγχο των αγορών και στην πλήρη αυτονόμησή τους. Η διαπάλη αυτή συνοδεύεται μια κρίση που δεν είναι μόνο οικονομική. Διαβρώνει θεσμούς και κεκτημένα όλης της μεταπολεμικής Ευρώπης, οδηγώντας τα έθνη-κράτη αλλά και τα πολιτικά συστήματα σε διαρκείς ανακατατάξεις.
Από αυτή την άποψη, το μέτωπο του ευρωπαϊσμού, ακόμη και στην φεντεραλιστική εκδοχή του, είναι το μόνο ανάχωμα για τη διατήρηση μιας θεμελιώδους δημοκρατικής προσδοκίας για να συγκρατήσουμε τη μόνη ρεαλιστική ουτοπία που γέννησε ο μεταπολεμικός κόσμος : την Ενωμένη Ευρώπη. Και ως προς αυτό το αίτημα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πια να προσφέρει τίποτε άλλο, παρά μόνο «λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλα».
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία
στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου