Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

ούτε τη Σκύλλα ούτε τη Χάρυβδη. Τι θέλουμε να αλλάξει



Ο διμέτωπος αντικαθεστωτισμός ως προϋπόθεση
του ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης

Η επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, η δρομολόγηση της οποίας αναγγέλθηκε και επίσημα από τον πρωθυπουργό στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του, αποτελεί μια σημαντική αφορμή για να ξαναμπούν στο τραπέζι όλα τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα της χώρας και να αναζητηθούν λύσεις που θα ξεπερνούν τον στενό ορίζοντα της συγκυρίας και τις συχνά ψευδεπίγραφες αντιθέσεις της.
Είναι αναμφίβολο ότι εκείνο που προεχόντως αναδείχθηκε από την πρόσφατη κρίση, παρότι αυτή επικεντρώθηκε στο πεδίο της οικονομίας, είναι η ολοκληρωτική πολιτικοδιοικητική κατάρρευση του ελληνικού κράτους και η καταφανής αδυναμία του να ανταποκριθεί, έστω και στοιχειωδώς, τόσο σε πολιτικό όσο και σε διοικητικό επίπεδο, στον ρόλο του ως συνεκτικού στοιχείου του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Η μεταρρύθμιση λοιπόν του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος δεν είναι μια απλή προτεραιότητα. Είναι αδήριτη και επιτακτική αναγκαιότητα.
Προς ποια κατεύθυνση όμως θα κινηθεί μια τέτοια μεταρρύθμιση; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, πρέπει, κατά την άποψή μου, να ξεκινήσουμε από την αποτίμηση των έως τώρα σχετικών επιλογών, η οποία είναι αναμφίβολα αρνητική. Πράγματι, έως τώρα αυτό που έχει επικρατήσει είναι: α) είτε η εική και ως έτυχε σώρευση κοινότοπων μεταρρυθμιστικών προτάσεων επί παντός επιστητού –όπως έγινε εν πολλοίς με τη μαξιμαλιστική μεν αλλά άχρωμη και άτολμη αναθεώρηση του 2001, αλλά και όπως επαναλήφθηκε ήδη σε όσες προτάσεις κομμάτων είδαν έως τώρα το φως της δημοσιότητας–, β) είτε η άκριτη, σπασμωδική και αντανακλαστική υιοθέτηση, υπό την πίεση της τρόικας, κοντόφθαλμων και αποσπασματικών θεσμικών αλλαγών. Αλλαγών που μπορεί μεν, βραχυπρόθεσμα, να δίνουν εμβαλωματικές λύσεις σε ορισμένα επείγοντα και πανθομολογούμενα προβλήματα αλλά δεν εντάσσονται σε κανένα σχέδιο ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των προκλήσεων και των αναγκών της σημερινής πολυσύνθετης ελληνικής πραγματικότητας, πέρα από το ότι είναι φανερό πως συχνά υπαγορεύονται από εγχώρια και ξένα οικονομικά συμφέροντα…
Στο σημείο αυτό λοιπόν ανακύπτει το δεύτερο ερώτημα. Είναι άραγε δυνατόν σήμερα να προβληθεί μια πρόσφορη και πειστική εναλλακτική μεταρρυθμιστική πρόταση, προοδευτικού χαρακτήρα, για τον ριζικό μετασχηματισμό του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος; Η απάντηση, κατά την άποψή μου, είναι θετική, υπό μία απαρέγκλιτη όμως προϋπόθεση: να είναι απόρροια μιας συγκεκριμένης στρατηγικής, που θα εκκινεί από έναν συνολικό αναστοχασμό, ως προς το πολιτικοδιοικητικό σύστημα που επικράτησε μετά τη μεταπολίτευση, και θα καταλήγει όχι μόνον σε ρηξικέλευθες προτάσεις αλλά και σε στοχευμένες συγκρούσεις για την αντιμετώπιση των δομικών παθογενειών του.
Θα ορίσω αυτή τη στρατηγική σαν «διμέτωπο αντικαθεστωτισμό» και θα προσπαθήσω να εξηγήσω τόσο τον όρο όσο και το περιεχόμενό του:
Αν θελήσουμε να εντοπίσουμε το θεμελιακό πρόβλημα του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος, θα καταλήξουμε νομίζω, από τον έναν ή τον άλλο δρόμο, στον βαθύτατο «καθεστωτισμό», που διαπερνά όλες τις πτυχές και όλες τις εκδοχές του. Σταδιακά, χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη και χωρίς αιδώ, για να παραφράσουμε τον ποιητή, γύρω από το πολιτικοδιοικητικό σύστημα της μεταπολίτευσης χτίστηκαν πανύψηλα καθεστωτικά τείχη, που όχι μόνον το απομόνωσαν από τη νομιμοποιητική του βάση, τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά και υπέθαλψαν, στο εσωτερικό του, όλες τις παθογένειες που είδαμε να εκδηλώνονται ανάγλυφα στη σημερινή κρίση. Αυτές τις παθογένειες θα μπορούσαμε νομίζω να τις κατατάξουμε σε δύο βασικές κατηγορίες:
Η πρώτη κατηγορία αφορά αυτό που θα λέγαμε «κρατικοοικονομικό» κατεστημένο. Πρόκειται για τα προκλητικά προνόμια και τις ποικίλες καθεστωτικές νοοτροπίες και πρακτικές που συνδέονται τόσο με τη λειτουργία των κορυφαίων πολιτικοδιοικητικών θεσμών όσο και με τις υπόγειες αθέμιτες συναλλαγές του πολιτικού τους προσωπικού με ποικίλα οικονομικά και «μιντιακά» συμφέροντα, στο πλαίσιο της διαβόητης πλέον διαπλοκής. Μιας διαπλοκής που έχει έντονο ελληνικό χρώμα, διότι στην πραγματικότητα δεν αφορά, όπως σε άλλες χώρες του ορθολογικού καπιταλισμού, την αθέμιτη συναλλαγή δύο διαφορετικών –διακριτών και σχετικά αυτόνομων– χώρων, του κρατικού και του ιδιωτικού, αλλά την αποικιοποίηση του δημοσίου από ένα ιδιότυπο οικονομικό παρακράτος –τραπεζιτών, προμηθευτών, εργολάβων και «μιντιαρχών»– που αναπτύχθηκε παρασιτικά γύρω από το κράτος και εξακολουθεί να το απομυζά ποικιλοτρόπως. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο και αυτοτροφοδοτούμενο κρατικοοικονομικό εξουσιαστικό σύμπλεγμα, το οποίο μπλοκάρει κάθε μη ελεγχόμενη από αυτό αλλαγή και χρωματίζει κατά έναν τρόπο μοναδικό –και άκρως αποκαρδιωτικό– τη λειτουργία του πολιτικοδιοικητικού συστήματος.
Πέρα όμως από αυτόν τον κρατικοοικονομικό καθεστωτισμό της κορυφής, που συνδέεται ιδίως με τη μακροχρόνια άσκηση της εξουσίας, υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία, διόλου αμελητέα. Πρόκειται για έναν άλλου τύπου καθεστωτισμό, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε κοινωνικοπολιτικό, διότι αφορά τους ποικίλους διαμεσολαβητές του πολιτικοδιοικητικού συστήματος. Αυτός ο καθεστωτισμός, που συνδέεται, ειδικότερα, με τις παθογένειες των κομμάτων και των συνδικάτων και εκδηλώνεται με νοοτροπίες και πρακτικές που αναπαράγουν τον πελατειακό κρατισμό, τον συντεχνιασμό και τον λαϊκισμό, έχει την εξής ιδιαιτερότητα: δεν αφορά μόνο τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, αλλά χαρακτηρίζει, δυστυχώς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το σύνολο του πολιτικού μας συστήματος, με ιδιαίτερες εκφάνσεις και συχνές εξάρσεις τόσο στον χώρο της Αριστεράς όσο και στον χώρο της Δεξιάς.
Με βάση αυτή τη σχηματική και ελλειπτική, κατ’ ανάγκην, σκιαγράφηση των δύο διακριτών αλλά και συχνά αλληλένδετων καθεστωτισμών, μια προοδευτική μεταρρυθμιστική πρόταση πρέπει, κατά την άποψή μου, να κινηθεί σε μια στρατηγική διμέτωπης ρήξης, με συγκεκριμένες προτάσεις ανατροπής των πάσης φύσεως κατεστημένων νοοτροπιών και πρακτικών που έχουν στοιχειώσει στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικοδιοικητικού συστήματος. Ωστόσο, στο σημείο αυτό απαιτείται μια περαιτέρω διευκρίνιση. Οι προτάσεις αυτές πρέπει μεν να είναι ριζοσπαστικές και καινοτόμες, σε καμία περίπτωση όμως δεν πρέπει να οδηγούν στο να πεταχτεί, μαζί με τα απόνερα του καθεστωτισμού, και το παιδί, δηλαδή οι πολύτιμες κατακτήσεις του παγκόσμιου δημοκρατικού και προοδευτικού κινήματος, τις οποίες οφείλουμε να προστατεύσουμε ως κόρη οφθαλμού.
Έτσι, ειδικότερα:
Η ρήξη με τον κρατικοοικονομικό καθεστωτισμό με κανέναν τρόπο δεν πρέπει, εν πρώτοις, να οδηγεί στην προσχώρηση σε μια λογική απόρριψης και της ίδιας της Δημοκρατίας, όπως συμβαίνει προεχόντως με την ολοκληρωτική ιδεολογία της Χρυσής Αυγής αλλά και με ποικίλες άλλες «αντισυστημικές» αντιλήψεις που καλλιεργούνται τελευταία, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Επιπλέον, δεν πρέπει να συνεπάγεται ούτε τον έμμεσο στιγματισμό κάθε είδους επιχειρηματικότητας και, γενικότερα, οικονομικής πρωτοβουλίας, δεδομένου ότι, στο ορατό μέλλον τουλάχιστον, η προτεραιότητα για τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις δεν είναι –και δεν μπορεί να είναι– η ανατροπή της οικονομίας της αγοράς αλλά ο κοινωνικός και δημοκρατικός έλεγχός της, που καθίσταται ολοένα και δυσκολότερος στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής κρίσης.
Επιπλέον, η ρήξη με τον λαϊκισμό, τον πελατειακό κρατισμό και τον συντεχνιασμό, δηλαδή με τις παρεκτροπές που συνθέτουν τον δεύτερο, τον κοινωνικοπολιτικό καθεστωτισμό, δεν πρέπει επ’ ουδενί να ταυτιστεί με αντιλήψεις και πρακτικές που οδηγούν σε παράλληλη άρνηση του λαού, του κράτους και του συνδικαλισμού, δηλαδή των πλέον κρίσιμων θεσμικών πυλώνων της σύγχρονης δημοκρατίας αλλά και των πλέον σημαντικών πολιτικών αντίβαρων, απέναντι στην καταθλιπτική κυριαρχία των αγορών…
Με δεδομένες αυτές τις διευκρινίσεις, μια προοδευτική πολιτική στρατηγική πρέπει αφενός μεν να διηθήσει όλες τις κατατεθείσες προτάσεις και αφετέρου να επεξεργαστεί νέες, προκειμένου να επιτευχθεί ο διττός στόχος: αφενός η κατάργηση των στεγανών και των προνομίων του «κρατικοοικονομικού» καθεστωτισμού και αφετέρου η ανατροπή των λαϊκιστικών, κρατικιστικών και συντεχνιακών στερεοτύπων και παρεκτροπών του «κοινωνικοπολιτικού» καθεστωτισμού.
Αυτή είναι, κατά την άποψή μου, η μόνη προσέγγιση που μπορεί να αποδειχθεί πράγματι και όχι ψευδεπίγραφα προοδευτική, ως προς τον ριζικό μετασχηματισμό του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος. Από εκεί και πέρα, βέβαια, το μείζον ζήτημα είναι να υπάρξουν οι πολιτικές δυνάμεις που θα κινηθούν θαρραλέα προς αυτή την κατεύθυνση, αντιστεκόμενες στις σειρήνες του ως άνω πολυπλόκαμου καθεστωτισμού και ιχνηλατώντας έναν τέτοιο δρόμο διμέτωπης ρήξης με κατεστημένες δομές, νοοτροπίες και πρακτικές. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να δρομολογηθούν πολιτικές εξελίξεις για να διαμορφωθεί σταδιακά ένας ριζοσπαστικός και συνάμα ρεαλιστικός πόλος, με επίκεντρο τον δημοκρατικό, προοδευτικό και γνήσιο μεταρρυθμισμό, που θα αποτελέσει, συμβολικά και ουσιαστικά, την αφετηρία ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών.
Είναι γνωστό, βέβαια, ότι το να συνδυαστεί «ο λογισμός με τ’ όνειρο» δεν είναι εύκολο σε μια τέτοια εποχή, που όλα τα σκιάζει η φοβέρα της χρεοκοπίας και τα πλακώνει το άδικο και καταπιεστικό «δίκαιο της ανάγκης». Ωστόσο, αυτός ο δρόμος είναι, νομίζω, μονόδρομος για όποιον πιστεύει στην ανάγκη αναβίωσης της πολιτικής και αναζωογόνησης της Δημοκρατίας, τόσο υπό τη συμμετοχική και τη δικαιοκρατική όσο και υπό την κοινωνική εκδοχή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου