Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ Ν.Ε. ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΞΑΝΘΗΣ





Τις τελευταίες μέρες η κοινωνία και οι θεσμοί της ανακάλυψαν του τσιγγάνους. Τους γύφτους. Αφορμή μια τυχαία ανακάλυψη παραβατικότητας, με χαρακτηριστικά ανθρωπομετρικών προτύπων , απεκάλυψε ότι κάθε άλλο παρά η κοινωνία μας έγινε πιο ανεκτική και ανοιχτή σε συνανθρώπους που ζουν δίπλα μας δεκαετίες. Ανοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και αρχές και ΜΜΕ δίπλα-δίπλα δίνουν μια σύντομη παράσταση καταστολής και "ανάλυσης" του φαινομένου. Οι συνοικίες και οι καταυλισμοί των Ρομά γίνονται πεδίο εφαρμογής των νόμων καταστολής, πριν προφτάσουν να φτάσουν εκεί οι της διαχείρισης των προβλημάτων και της αντιμετώπισης τους.
 
 Η κοινωνία και οι θεσμοί της με υποκριτικό τρόπο μέχρι σήμερα προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της διαβίωσης των Ρομά, μια διαβίωση που κινείται έξω από τα παραδεδεγμένα πρότυπα και η προσπάθεια ενσωμάτωσης τους (με ότι εννοεί ο καθένας με αυτήν την λέξη),αποδείχτηκε μαι διαδικασία γραφειοκρατική, θεωρητική, νεφελώδης  και σε πολλές περιπτώσεις ,κατασπατάλησης χρημάτων που δόθηκαν από την ΕΕ, σε αλλότριους, από τους συγκεκριμένους σκοπούς. 

Οι Ρομά, είναι μια sui generis κοινωνία, η οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται μέσα στα πλαίσια της ιδιαιτερότητας της και να στηριχθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι ανάγκες των ανθρώπων είναι οι ίδιες για όλους και το σύνταγμα καλύπτει τους πάντες. Η παραμονή των Ρομά στο περιθώριο, "διευκολύνει" τους αλιείς ψήφων που χειραγωγούν έτσι και με την βοήθεια πολλές φορές δικών τους ηγητόρων, ολόκληρα κομμάτια πληθυσμού και τα κατευθύνουν όπου θέλουν.

Η Δημ.Αρ. θεωρεί ότι όλοι έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις στον ίδιο βαθμό και δεν είναι ούτε το χρώμα του δέρματος τους, ο τρόπος ζωής τους και η γλώσσα τους, που τους διαχωρίζει από τους υπόλοιπους.
Το αποτέλεσμα το βλέπουμε χρόνια τώρα. Τα γκέτο δεν είναι η απάντηση μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Χρειάζεται ειλικρίνεια και υπέρβαση των καθιερωμένων προτύπων. Η παραβατικότητα αυτής της κοινωνικής ομάδας συναρτάται με το καθεστώς της απόλυτης περιθωριοποίησης της, της τεράστιας ένδειας, της αθλιότητας των συνθηκών διαβίωσης και του κυνηγητού που υφίστανται.

Ν.Ε. της Δημ.Αρ. Ξάνθης

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ Ν.Ε. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΞΑΝΘΗΣ




Ο θάνατος του 25χρονου Ραχίλ Ζία από το Πακιστάν στο κέντρο "φιλοξενίας" μεταναστών της Ξάνθης, επαναφέρει με βίαιο τρόπο το θέμα της αντιμετώπισης της μετανάστευσης , που προς το παρόν δεν έχει αποδώσει κανένα αποτέλεσμα. Το αντίθετο παρατείνεται μια κατάσταση εγκλεισμού και μετατροπής σε αδίκημα διαρκείας , που αναιρεί την παραδεδεγμένη διεθνώς αντιμετώπιση της.

Αποδεικνύεται ότι τα "κέντρα φιλοξενίας" κάθε άλλο παρά τέτοια είναι, έχουν μετατραπεί σε στρατόπεδα εγκλεισμού και με αργόσυρτες διαδικασίες η γραφειοκρατία αδυνατεί να διεκπεραιώσει σε λογικό χρόνο τις διατυπώσεις επαναπροώθησης ή νομιμοποίησης.

Η Δημοκρατική Αριστερά  θεωρεί ότι το ζήτημα της μετανάστευσης πρέπει να αντιμετωπισθεί συνολικά, όχι με καταστολή και εγκλεισμό και θα πρέπει οι κυβερνήσεις να αντιληφθούν ότι με περιχαράκωση της Ευρώπης δεν αποτρέπεται η εισροή προσφύγων.
. Η Λαμπεντούζα και η Μεσόγειος  γεμίζει πτώματα ανθρώπων, που ψάχνουν ένα καλύτερο μέλλον, δεν είναι η καλύτερη απάντηση από μια Ευρώπη των δικαιωμάτων και της φιλοξενίας.

Τα κονδύλια της ΕΕ δεν μπορούν να εξαντλούνται στα "κέντρα φιλοξενίας" Απαιτείται η αναθεώρηση της συμφωνίας του Δουβλίνου και  μια καλύτερη κατανομή των προσφύγων στην χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Θα πρέπει να θεσπισθεί προσωρινή άδεια εργασίας γιά όσους εργάσθηκαν κάποια χρόνια στην Ελλάδα, όπως και η κύρωση της διεθνούς σύμβασης γιά την προστασία των εργαζομένων μεταναστών και των οικογενειών τους, γιατί και με αυτόν τον τρόπο η πολιτεία μπορεί να συμβάλλει στην αποκλιμάκωση της ρατσιστικής βίας στην χώρα μας.

Ας δόσουμε την ευκαιρία στους ανθρώπους αυτούς,από στοιχείο εκμετάλλευσης και απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής,να γίνουν  παράγοντες ανασυγκρότησης και αντιστροφής του υφεσιακού κλίματος.

Ολοι έχουν μια θέση σ αυτόν τον πλανήτη.

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Τι πρέπει να γίνει και πως να το κάνουμε.



του Σπύρου Λυκούδη

Η πρωτοβουλία των 58, όπως κι αν σχολιάστηκε, δηλαδή θετικά ή αρνητικά, αναποδογύρισε την πολιτική κλεψύδρα. Ο χρόνος για την ανασυγκρότηση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού τρέχει και θα διατρέξει όλον τον πολιτικό χάρτη. Δεν μπορεί κανείς να αδιαφορήσει, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί.
Η συζήτηση που άνοιξε θέτει ξανά τους δημοκράτες αριστερούς μπροστά στο ερώτημα «τι πρέπει να γίνει και πώς να το κάνουμε». Το συνηθισμένο ερώτημα «ποιος ωφελείται» είναι σημαντικό αλλά παραπλανητικό, αν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης της πολιτικής δράσης. Διότι εύλογα το ΠαΣοΚ θα τοποθετείται διαρκώς θετικά σε όλες τις προσπάθειες αναδιαμόρφωσης της πολιτικής παρουσίας του για να αποσείσει τις αμαρτίες του παρελθόντος του. Και εξίσου εύλογα η ΔΗΜΑΡ, που δεν άσκησε λαϊκίστικη πολιτική, δεν διαθέτει πελατειακό παρελθόν και δάνεια, πολιτικά και άλλα, θα αντιμετωπίζει επιφυλακτικά την πιθανότητα της πολιτικής συνάντησής της με το ΠαΣοΚ.
Συνεπικουρεί σ’ αυτό και η διαρκής αλαζονεία της εξουσίας που επεδείκνυε 30 χρόνια τώρα το ΠαΣοΚ απέναντι στην ανανεωτική Αριστερά. Αναμενόμενη λοιπόν η αντίδραση των δύο κομμάτων. Απογοήτευσε κάποιους αλλά δεν εξέπληξε κανέναν.
Η Δημοκρατική Αριστερά υπηρετεί από τη γέννησή της τον στρατηγικό στόχο της ανασύνταξης και πρωταγωνιστικής παρουσίας της ευρύτερης σύγχρονης σοσιαλιστικής Αριστεράς στο πολιτικό τοπίο της χώρας. Αυτό απαντά στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος «τι πρέπει να γίνει».
Στο δεύτερο, «πώς να το κάνουμε», υπάρχουν πολλές δυσκολίες, αλλά υπάρχει και η βεβαιότητα της διάψευσης όποιου επαναπαυθεί πιστεύοντας πως έχει την πολυτέλεια είτε να χειραγωγεί, να «καπελώνει» δηλαδή την όποια προσπάθεια, είτε να την προσπερνά.
Προσωπικά διατύπωσα, εντός και εκτός κομματικών οργάνων, τη θέση ότι οι συνθήκες στη χώρα μας απαιτούν να βάλουμε στην άκρη τους ηγεμονισμούς και τους αποκλεισμούς. Και αυτό ισχύει και για το ΠαΣοΚ και για τη ΔΗΜΑΡ. Αυτό που χρειάζεται είναι πολιτικές οριοθετήσεις και στρατηγικού χαρακτήρα ορίζοντας με δεσμευτική προγραμματική διαδικασία. Οι διαφορές του κόμματός μου με τις άλλες δυνάμεις μέσα σε αυτό το ευρύ δημοκρατικό σοσιαλιστικό ρεύμα είναι πολλές, πολιτικές, αξιακές και ιστορικές. Δεν έχουμε ωστόσο μόνο διαφορές. Εχουμε και κοινά προβλήματα που δεν κρύβονται. Η εικόνα και ο λόγος μας δεν συνεπαίρνουν τους νέους πολίτες. Δυσκολευτήκαμε, και εν πολλοίς αποτύχαμε, να δώσουμε τη διάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο της τρικομματικής κυβέρνησης.
Από την άλλη πλευρά, μην ξεχνάμε επίσης ότι στον ριζοσπαστικό ακτιβισμό του ΣΥΡΙΖΑ ασφυκτιούν και δυνάμεις νηφάλιες και σοβαρές που πρέπει να μας ενδιαφέρουν.
Χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο παραγωγής και αναδιανομής του πλούτου. Που θα συνθέτει αντί να διαιρεί, με την προοπτική να γίνουμε ευρωπαϊκό κράτος με αυτοπεποίθηση, αποκαθιστώντας την κοινωνική δικαιοσύνη και το κράτος πρόνοιας, ενθαρρύνοντας τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου μας, οικοδομώντας θεσμούς και σχέσεις πολιτικής εμπιστοσύνης. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οδηγεί και σε διόρθωση λαθών και αμαρτιών της Μεταπολίτευσης, άρα απαιτεί μιαν έντιμη και θαρραλέα αυτοκριτική από εκείνους που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τις προηγούμενες δεκαετίες.
Αλλιώς ούτε τον λαϊκισμό ούτε την αμετροέπεια ούτε τον εκφασισμό της κοινωνίας θα αντιμετωπίσουμε.
Οι πρωτοβουλίες διανοουμένων, αυτοδιοικητικών και κοινωνικών παραγόντων προσφέρουν εχέγγυα επικοινωνίας που τα κόμματα μόνα τους δεν μπορούν να εξασφαλίσουν. Είναι η προσπάθεια, η γλώσσα και το ήθος της οποίας αγγίζει αυτό που ο Γραμματικάκης αποκάλεσε «επανάσταση των σιωπηλών» τον Φεβρουάριο του 2011. Τον δημιουργικό κόσμο που απομακρύνεται από τα κόμματα αλλά όχι από την πολιτική, τη νεότητα που δεν προσδοκά δικαίωση μέσω φλυαριών περί ανατροπής αλλά μέσω των πραγματικών δημιουργικών ρήξεων.
Οι παρεμβάσεις κοινωνικών δυνάμεων για την ανασυγκρότηση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού ας μην εξαντλούνται στην έκκληση προς τις πολιτικές ηγεσίες. Ας επιχειρηθεί να αποκτήσει η προσπάθεια χαρακτηριστικά που δεν έχουν οι κομματικές επετηρίδες και οι κατά παραγγελία συλλογικότητες. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει δυναμισμό μεγαλύτερο από παλαιότερες κινήσεις καθώς είναι δεδομένη η ανάγκη των πολιτών για έναν αξιόπιστο σύνδεσμο ανάμεσα στην αξιοσύνη και στην αξιοπιστία, ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια των προσώπων και στην αποτελεσματικότητα των ασκούμενων πολιτικών.
Αυτά τα στοιχεία η Δημοκρατική Αριστερά στον δρόμο προς το συνέδριό της πιστεύω ότι θα τα εκτιμήσει με νηφαλιότητα. Και ελπίζω την ίδια νηφαλιότητα να επιδείξουν όλοι αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της φάσης που περνάμε. Διότι, αν κάποιοι βιαστικά την προσπεράσουμε μεμψιμοιρώντας επειδή μας δυσκολεύει ή κάποιοι άλλοι την πνίξουν στην αγάπη της χειραγώγησης επειδή τους διευκολύνει, ο νέος αδιέξοδος δικομματισμός θα τρίβει τα χέρια του.
Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής 20/10/2013

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΜΥΝΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αξιότιμοι προσκεκλημένοι της σημερινής εκδήλωσης
Αγαπητοί φίλοι
Αφού ευχαριστήσω θερμά τους διοργανωτές θα ήθελα να εστιάσω σε τρία σημεία, προσπαθώντας να αποφύγω επαναλήψεις και επικαλύψεις σε σχέση με τα όσα πολύ ενδιαφέροντα λέχθηκαν από τους προλαλήσαντες εκλεκτούς ομιλητές:
Πρώτο σημείο:
·        Πως απαντά η Δημοκρατία στις προκλήσεις για βίαιη κατάλυσή της;
Η απάντηση κατά την άποψή μου είναι απλή:
Η δημοκρατία είναι ένα ανεκτικό πολίτευμα, το πλέον ανεκτικό απέναντι στους εχθρούς της, και αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο συγκριτικό της πλεονέκτημα σε σχέση με όλα τα άλλα. Ανέχεται, ειδικότερα, κάθε κριτική, ακόμη και την πλέον ριζοσπαστική ή ανατρεπτική, χωρίς να ποινικοποιεί και να διώκει τις αντίθετες απόψεις και φωνές αλλά και χωρίς να  περιχαρακώνεται αυτάρεσκα σε κατεστημένες αρχές και αντιλήψεις, κλείνοντας τα μάτια ή βάζοντας το κεφάλι στην άμμο σε σχέση με τις κοινωνικές και πολιτικές αμφισβητήσεις. Η δημοκρατία οργανώνει την νομιμοποίηση, την άσκηση και τον έλεγχο της εξουσίας αλλά δεν αποκλείει και τον αντιεξουσιαστικό λόγο, αρνούμενη ιδίως να ενδώσει στον καθεστωτισμό και τον αυταρχισμό. Και αυτό βέβαια επιβάλλεται, ακόμη περισσότερο, σήμερα, με δεδομένο ότι η κρίση έχει κλονίσει συνθέμελα  όλες σε παγιωμένες βεβαιότητες, επιβάλλοντας αναστοχασμό και περισυλλογή.
Ωστόσο, η δημοκρατία δεν είναι και δεν πρέπει να είναι ασθενές πολίτευμα. Η αμφισβήτηση και η κριτική έχουν ορισμένα απαρέγκλιτα όρια, που αφορούν την ίδια την αυτοπροστασία της απέναντι στους εχθρούς της. Όταν λέμε αυτοπροστασία, δεν εννοούμε βέβαια, θα το επαναλάβω, ούτε το πολιτικό σύστημα καθεαυτό ούτε, ακόμη περισσότερο, τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις που το υπηρετούν. Εννοούμε, όμως, σε κάθε περίπτωση, το πλαίσιο των θεσμών και των διαδικασιών που οριοθετούν την οργάνωση της πολιτικής ζωής με βάση τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της πολυφωνίας, σε ευθεία συνάρτηση, βέβαια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και με την αρχή του κράτους δικαίου.
Όταν λοιπόν οι προκλήσεις απέναντί της αγγίζουν αυτόν τον σκληρό πυρήνα, η δημοκρατία μπορεί και οφείλει να απαντήσει. Και έχει τη δύναμη να απαντήσει. Πρώτον, διότι διαθέτει ένα ισχυρότατο θεσμικό οπλοστάσιο, όπως αποδείχθηκε από τις πρόσφατες εξελίξεις, σύμφωνα και με όσα εύστοχα λέχθηκαν επ’αυτού από τους προλαλήσαντες. Δεύτερον, δε, διότι έχει και την δυνατότητα να ανανεώνει το θεσμικό της οπλοστάσιο, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να δίνει συγκεκριμένες και καίριες απαντήσεις στις συγκεκριμένες προκλήσεις, όπως αυτές εμφανίζονται κάθε φορά. Αυτό, ιδίως, είναι το σημείο στο οποίο σκοπεύω να επιμείνω, με κάποιες συγκεκριμένες προτάσεις. Πριν όμως το κάνω, θα ήθελα να σχολιάσω και ένα δεύτερο ζήτημα το οποίο έχει κατά την άποψή μου ιδιαίτερη σημασία:

·        Ποια είναι τα όρια της αντίδρασης της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της;
   Το θέμα τέθηκε με ιδιαίτερη έμφαση από πολλές πλευρές, με τις πολλές επιφυλάξεις και μεμψιμοιρίες που εκφράσθηκαν το τελευταίο διάστημα ως προς τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν. Αναμφισβήτητα, στο ζήτημα της αρχής δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η όποια απάντηση της δημοκρατίας πρέπει να δίδεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε αυτή να μην αρνείται τον εαυτό της και τα στοιχεία που συνιστούν την πεμπτουσία της, σε κάθε δε περίπτωση με απαρέγκλιτη τήρηση των συνταγματικών κανόνων και επιταγών που εξειδικεύουν την αρχή του κράτους δικαίου, την οποία πρέπει να προστατεύσουμε σαν κόρη οφθαλμού. Από τη σκοπιά αυτήν πράγματι υπάρχουν ορισμένα ζητήματα ανοιχτά σε μια καλόπιστη κριτική και ιδίως όσα σχετίζονται:
Πρώτον, με την παραβίαση, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τα Μέσα Ενημέρωσης,  του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο πάντως, είναι σχετικοποιημένο πλέον, με βάση την νέα ρύθμιση του άρθρου 43 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για την έναρξη της ποινικής δίωξης (κι αυτό ισχύει βέβαια, πολύ περισσότερο, σε περιπτώσεις προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων).
Δεύτερον, με την θεσμικά απαράδεκτη και πολιτικά κατευθυνόμενη μετάδοση, από όλα  τα Μέσα Ενημέρωσης –ιδίως δε από τα ραδιοτηλεοπτικά– όχι μόνον σημαντικών καταθέσεων μαρτύρων αλλά και διαλόγων και στοιχείων που είναι προϊόν –νόμιμων ελπίζω– υποκλοπών. 
Από εκεί και πέρα, πάντως, μου έχει κάνει εντύπωση η ένταση ορισμένων αντιδράσεων για άλλες πτυχές της διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Και δεν αναφέρομαι βέβαια σε διάφορους τηλε-δικηγόρους, με μάλλον ιδιοτελή κίνητρα, αλλά σε εκπροσώπους της πολιτικής, της επιστήμης και της δημοσιογραφίας, που διαμορφώνουν ή έστω επηρεάζουν την κοινή γνώμη. Πράγματι, αγαπητοί φίλοι, δεν είναι δυνατόν να μην αναρωτηθεί κανείς για τις αντιρρήσεις που ακούσθηκαν ως προς το ότι δεν ζητήθηκε η άδεια της Βουλής για τις διώξεις. Όχι μόνον γιατί το Σύνταγμα εξαιρεί ρητά τα αυτόφωρα κακουργήματα, όπως αυτά οριοθετούνται στο ποινικό δίκαιο, αλλά και διότι οι περισσότεροι από τους αντιδρώντες διερρήγνυαν όλο το προηγούμενο διάστημα τα ιμάτιά τους για τα προνόμια των βουλευτών, σε σχέση με τους κοινούς θνητούς, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στο ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας…
Δεν αντέχω δε στον πειρασμό να επισημάνω ότι ορισμένοι από αυτούς, που δείχνουν τόσο υπερευαισθησία για την τήρηση των συνταγματικών κανόνων, στην χειρότερη περίπτωση πρωτοστάτησαν και στην καλύτερη εποίησαν στην νήσσαν ως προς τον χαρακτηρισμό των εγκλημάτων της 17 Νοέμβρη ως κοινών εγκλημάτων ενώ ήταν φανερό, τουλάχιστον κατά την άποψή μου, ότι μεγάλο μέρος των εγκλημάτων τους, ιδίως των αρχικών, ήταν ο ορισμός του πολιτικού εγκλήματος…
Και το ίδιο ισχύει βέβαια, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις, και για πολλά από τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, ιδίως δε για αυτά που συνδέονται με τα άθρα 134 επ. του Ποινικού Κώδικα, («Προσβολές του Πολιτεύματος»), ως προς την εφαρμογή των οποίων επίσης δεν κατανοώ τις επιφυλάξεις: λες και δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κόμμα, που όχι μόνον είναι δύο σε ένα, σαν τον Ιανό, αποτελώντας ταυτόχρονα πολιτική και εγκληματική οργάνωση, αλλά και που ταυτόχρονα συμπυκνώνει, με περισσό θράσος και ανυπόκριτη αλαζονεία, σχεδόν όλες τις δυνατές εκδοχές του ολοκληρωτισμού. Το αποκορύφωμα βέβαια είναι η πλέον αποκρουστική αναφορά της Χρυσής Αυγής, ο ναζισμός. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι ταυτόχρονα έχει βγάλει και επισείει, σαν απειλή και σαν φόβητρο, όλους τους σκελετούς από τα ντουλάπια της ελληνικής ιστορίας. Από  την Τετάρτη Αυγούστου μέχρι την Χούντα και από τους δωσίλογους της Κατοχής μέχρι τους ταγματασφαλίτες και τους γερμανοτσολιάδες, το σταθερό σημείο αναφοράς τους είναι ένα: οι αρνητές και οι πολέμιοι της δημοκρατίας …
Τέλος, μου φαίνονται ακατανόητες και κάποιες άλλες επιφυλάξεις, που δεν αφορούν ευθέως τη διαδικασία που ακολουθήθηκε αλλά τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, όπως λέμε στα νομικά. Οι επιφυλάξεις αυτές εστιάζονται στα ακόλουθα ερωτήματα: Γιατί τώρα; Τόσον καιρό τι έκανε η κυβέρνηση και ιδίως η Νέα Δημοκρατία απέναντι στην Χρυσή Αυγή; Ποιες σκοπιμότητες υποκρύπτονται πίσω από την ξαφνική της αφύπνιση και ενεργοποίηση;
Η αφετηρία, βέβαια,  αυτών των επιφυλάξεων δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Είναι φανερό και αποδείχθηκε με διάφορους τρόπους ότι η στάση της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στην Χρυσή Αυγή ήταν εξ αρχής αμφίθυμη και προβληματική, καθώς καθοριζόταν από μικροπολιτικούς σχεδιασμούς και μικροκομματικές ιδιοτέλειες, ενίοτε δε και από εκλεκτικές ιδεολογικές συγγένειες… Αδράνεια, ανοχή, λειτοργία συγκοινωνούντων δοχείων της Χρυσής Αυγής μς κρατικούς μηχανισμούς, συνθέτουν ένα πάζλ ευθυνών, με αποκορύφωμα την στάση της απέναντι στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, για το οποίο ήδη ακούσθηκαν πολλά και εμπεριστατωμένα.
Ωστόσο, ακόμη και με δεδομένη αυτήν την στάση της ΝΔ, πρέπει να θέσουμε ευθέως το ερώτημα: Δηλαδή τι έπρεπε να γίνει όταν επιτέλους η Κυβέρνηση αποφάσισε να κινηθεί. Να μεμψιμοιρούμε, αρνούμενοι να συμπράξουμε ενεργά, ο καθένας από το μετερίζι του, μηρυκάζοντας διαρκώς όλα όσα δεν έγιναν προηγουμένως και επαναλαμβάνοντας θεωρίες συνωμοσίας;  Λυπάμαι αλλά μια τέτοια στάση μου φαίνεται εντελώς ανιστόρητη και αντιδιαλεκτική, ιδίως όταν αφορά πολιτικές δυνάμεις. Η πολιτική, ως γνωστόν, δεν ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου, όπως ιδίως νομίζουν πολλοί συνάδελφοί μου, που αρέσκονται σε αφ’υψηλού θεωρήσεις. Διαμορφώνεται μέσα στην ζέουσα εθνική ευρωπαϊκή και διεθνή  πραγματικότητα, με πολλαπλούς, ποικίλους και συχνά αστάθμητους και αλληλοσυγκρουόμενους επηρεασμούς και καθορισμούς. Όταν δε προκύπτει, έστω και μέσα από αντιφάσεις εντάσεις και πιέσεις, ένα σωστό αποτέλεσμα, το πρώτο, νομίζω, που πρέπει να κάνουμε, είναι να επικροτούμε και να στηρίζουμε αυτό το αποτέλεσμα, χωρίς μιζέριες και ήξεις αφήξεις. Πάντα υπάρχει χώρος για κριτική, η οποία πρέπει να ασκείται χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Αρκεί αυτό να γίνεται στην κατάλληλη συγκυρία και με τον κατάλληλο τρόπο ώστε όχι μόνον να μην είναι τροχοπέδη αλλά, αντίθετα, να είναι θετική και εποικοδομητική.        
Και προχωρώ στο τρίτο σημείο στο οποίο κυρίως θα ήθελα να επιμείνω:

·        Μπορεί ένα κόμμα, που ταυτόχρονα είναι εγκληματική οργάνωση και στοχεύει στην ανατροπή του πολιτεύματος, να κατέρχεται στις εκλογές;
Πρόκειται για ένα καίριας σημασίας ζήτημα, το οποίο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απασχολεί όλους τους πολίτες. Είναι φανερό ότι στον μέσο πολίτη φαίνεται ακατανόητο πως είναι δυνατόν ένα κόμμα να κατέρχεται στις εκλογές, ενώ η ηγεσία και αρκετοί  βουλευτές του τελούν σε καθεστώς προσωρινής κράτησης για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, ενδεχομένως δε και για προσβολές του πολιτεύματος. Το ίδιο δε ερώτημα αφορά και ατομικά την εκλογιμότητα των συγκεκριμένων βουλευτών.
Στην περίπτωση αυτή η απάντηση είναι δύσκολη, τόσο de Costituzione lata, δηλ. με βάση το ισχύον Σύνταγμα, όσο και de Costituzione ferenda, δηλαδή σε προοπτική αναθεώρησής του. Ας τα δούμε συγκεκριμένα, και κατ’ανάγκην σχηματικά και ελλειπτικά, λόγω της έλλειψης του χρόνου:
Α. Με βάση το ισχύον Σύνταγμα, δεν νοείται απαγόρευση της λειτουργίας κόμματος, με απόφαση δικαστηρίου, όπως ισχύει σε άλλες έννομες τάξεις. Το θέμα συζητήθηκε και απορρίφθηκε όταν ψηφίσθηκε το ισχύον Σύνταγμα και έκτοτε δεν υπήρξε κάποια αλλαγή, παρά το ότι υπήρξαν κατά καιρούς σχετικές προτάσεις. Διαφορετικά όμως τίθεται το ζήτημα ως προς την κάθοδο σε εκλογές, τουλάχιστον κατά την άποψή μου. Όπως γνωρίζετε, το άρθρο 29 του Συντάγματος θέτει ως προϋπόθεση για την συνταγματική λειτουργία ενός κόμματος το «να εξυπηρετεί», με «την οργάνωση και την δράση του… την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Έως το 2002 η διάταξη αυτή εξειδικευόταν με συγκεκριμένη ρύθμιση του ν.δ. 59/74, που έθετε ως προϋπόθεση, για την ανακήρυξη κόμματος, την ρητή δήλωσή του ότι δεν αποβλέπει στην βίαιη κατάλυση της έννομης τάξης και στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το διάταγμα αυτό θεσπίσθηκε πριν από την ψήφιση του Συντάγματος του  1975 αλλά ίσχυσε έκτοτε για 27 χρόνια, άρα θεωρήθηκε συμβατό με το Σύνταγμα, παρά τις όποιες επιφυλάξεις, που εκφράσθηκαν κατά καιρούς στον χώρο της πολιτικής (ιδίως από κόμματα της Αριστεράς) αλλά και της επιστήμης. Το δεδομένο δε, από αυτήν την περίοδο, είναι ότι υπάρχει προηγούμενο τριών κομμάτων που δεν ανακηρύχθηκαν (το 1994), διότι αρνήθηκαν να υποβάλουν αυτή τη δήλωση.  
Με τον εκλογικό νόμο του 2002 η ρύθμιση του ν.δ. καταργήθηκε και η δήλωση πρέπει πλέον να επαναλαμβάνει απλώς την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 29 του Συντάγματος περί εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ωστόσο, και υπό αυτή τη ρύθμιση ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε να ανακηρύξει κόμμα, και μάλιστα με τον τίτλο «Νέο Φασιστικό Κόμμα», επιτρέποντας απλώς στον αρχηγό του να κατέλθει ως μεμονωμένος υποψήφιος. Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω ερωτάται:
Τι θα εμπόδιζε τον νομοθέτη να επανέλθει στις ρυθμίσεις του ν.δ. του 1974, προσθέτοντας ως τρίτη προϋπόθεση –πέραν της βίαιης κατάλυσης της έννομης τάξης και της ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος–  και την μη καταδίκη της ηγεσίας ενός κόμματος για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση; Κατά την άποψή μου τίποτε, τουλάχιστον από συνταγματική άποψη.
Τι θα σήμαινε όμως μια τέτοια ρύθμιση ως προς την «Χρυσή Αυγή». Πρώτον ότι θα αναγκασθεί να κάνει συγκεκριμένη  «δήλωση δημοκρατικών φρονημάτων», για να θυμηθούμε τη «δήλωση κοινωνικών φρονημάτων» που οι ομοϊδεάτες τους  είχαν επιβάλει, μετά τον εμφύλιο, στον ελληνικό λαό.  Αυτό βέβαια, μπορεί να πει κανείς, θα έχει μόνο συμβολική αξία, διότι κατά πάσα πιθανότητα θα υπογράφονται τέτοιες δηλώσεις. Ωστόσο, και αυτή είναι η διαφορά, οι δηλώσεις δεν θα αρκούν για την ανακήρυξη αν έχει υπάρξει καταδίκη της ηγεσίας του για «προσβολή του πολιτεύματος», κατά τα άρθρα 134 επ. του Ποινικού Κώδικα, διότι θα τεκμαίρεται ψευδής και άνευ ουσίας. Άρα στην περίπτωση αυτή το κόμμα δεν θα κατέρχεται στις εκλογές, ανεξαρτήτως δήλωσης, και το ίδιο θα συμβαίνει αν η ηγεσία του ενέχεται αποδεδειγμένα –με πρωτόδικη τουλάχιστον καταδίκη– στην συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, ή και στην διάπραξη ειδεχθών εγκλημάτων, με ρατσιστικό κίνητρο, όπως θα μπορούσε να ορίζει ένας νέος αντιρατσιστικός νόμος, που είναι πράγματι απαραίτητος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, και για ουσιαστικούς αλλά και για συμβολικούς λόγους.
Γνωρίζω βέβαια ότι απέναντι σε μια τέτοια θεώρηση υπάρχουν αρκετές επιφυλάξεις. Οι περισσότερες από αυτές είναι πολιτικού χαρακτήρα και έχουν να κάνουν, κυρίως, είτε με την πολιτική ιστορία της Ελλάδος, που σφραγίσθηκε από τις έντονες διώξεις της Αριστεράς, είτε με την ανεκδιήγητη θεωρία των δύο άκρων, που προβάλλουν τελευταία κύκλοι του κυβερνώντος κόμματος, τορπιλίζοντας την αναγκαία ενότητα των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στον ολοκληρωτισμό, προφανώς για μικροκομματικά οφέλη.
Ωστόσο, οι καιροί έχουν αλλάξει, όσο και αν κάποιοι προσπαθούν να ζωντανέψουν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η δημοκρατία μας δεν είναι τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, παρά τις όποιες τυχόν επιμέρους παρεκτροπές τους, αλλά η Χρυσή Αυγή. Η απάντηση δε σε αυτό δυστυχώς δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μόνο πολιτική, όπως υποστηρίζεται κατά κόρον. Και τούτο διότι οι κοινωνικές συνθήκες στην χώρα μας, που έχουν όντως συνάφεια με αυτές του γερμανικού μεσοπολέμου, ευνοούν την ανάπτυξη νεοναζιστικών και νεοφασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών, ενώ και το πολιτικό μας σύστημα παρουσιάζει έντονα σημάδια παρακμής και αναξιοπιστίας. Επείγει λοιπόν, πέρα από την ποινική, και μια ευρύτερη θεσμική αντιμετώπιση, με επίκεντρο την δυνατότητα να απαγορευθεί η κάθοδός της στις εκλογές, με οποιαδήποτε παραλλαγή. Μια τέτοια απαγόρευση, κατά την άποψή μου, είναι και πολιτικά αναγκαία, για την άμυνα της ίδιας της δημοκρατίας, αλλά και  συνταγματικά εφικτή, με όλες βέβαια τις αναγκαίες εγγυήσεις που μπορούν και επιβάλλεται να αναζητηθούν και να συζητηθούν ειδικότερα ώστε να αποφευχθούν παράπλευρες απώλειες.
Η προσέγγιση αυτή μπορούσε βέβαια να επισφραγισθεί και με μια νέα συνταγματική διάταξη, ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία πλέον θα ρυθμίσει ενιαία την δυνατότητα μη ανακήρυξης κομμάτων με τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής και ταυτόχρονα την δυνατότητα κατάργησής τους, ακόμη και αν έχουν ανακηρυχθεί και βρίσκονται σε λειτουργία, με παράλληλη ή και αυτοτελή, κατά περίπτωση, έκπτωση και των βουλευτών από το αξίωμά τους. Αυτό θα γίνεται, πάντως, μόνον αν τόσο το κόμμα καθεαυτό όσο και οι βουλευτές του ατομικά παραβιάσουν τα ακραία όρια ανοχής της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Θα προϋποθέτει, δε, σε κάθε περίπτωση,  απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου: είτε του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, ως εκλογοδικείου, είτε, ακόμη καλύτερα, ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο ούτως ή άλλως πιστεύω ότι πρέπει να καθιερωθεί (ως μετεξέλιξη έστω του ΑΕΔ).

Με άλλα λόγια, αγαπητοί φίλοι, η Δημοκρατία πρέπει να αποδείξει έμπρακτα, με καλοζυγισμένες κινήσεις και πρόσφορες ρυθμίσεις, σε όλα τα επίπεδα, ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει όχι αυτούς που αντιμάχονται εν γένει το καθεστώς ή το σύστημα –διότι πολλοί από αυτούς έχουν και το δίκηο τους– αλλά αυτούς που θέλουν να ανατρέψουν τα πολύτιμα κεκτημένα της δημοκρατικής μας παράδοσης. Μιας παράδοσης  που με τόσο κόπο οικοδομήσαμε, μετά την μεταπολίτευση, και που πρέπει να διαφυλάξουμε με κάθε θυσία, σαν την πολυτιμότερη παρακαταθήκη για το μέλλον της χώρας και των παιδιών μας.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Γενική αναθεώρηση για τρίτο πόλο

Του Ρωμανού Οικονομίδη*
Ξεκινάω με αυτοκριτική διάθεση αφού μπαίνω κι εγώ στον πειρασμό να ασχοληθώ με τον πασπαρτού πλέον τρίτο πόλο. Θα προσπαθήσω, πάντως, να εκθέσω τις δικές μου απόψεις και να δώσω μια διαφορετική διάσταση στο θέμα. Δεν είναι δυνατό να συνεχιστούν οι αφηρημένες, «φιλοσοφικές» συζητήσεις και οι απαντήσεις (που συνήθως τις ακολουθούν ανταπαντήσεις) μεταξύ γκουρού της κεντροαριστεράς, καθώς αυτά είναι έτη φωτός μακριά από τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας. Διαπιστώνω ότι γίνεται λόγος κυρίως για τα πρόσωπα αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις πολιτικές τις οποίες θα υπηρετούν -δε χρησιμοποιείται τυχαία αυτή η λέξη- θεωρώντας τις μάλιστα δεδομένες. Ξέρουμε όμως, ότι ακόμα και οι επαναστάσεις πρώτα έπρεπε να αποδείξουν στο λαό ότι μπορούν να δώσουν διέξοδο στα προβλήματά του για τις εμπιστευθεί και να τις ακολουθήσει.
 Αρχικά, αυτές οι δεδομένες θέσεις βαφτίζονται «ιδεολογία της κεντροαριστεράς». Λογικά, πίσω από αυτή την αφηρημένη έννοια υπονοείται η πολιτική των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, κι όχι (ελπίζω) αυτή του ΠΑΣΟΚ των περασμένων χρόνων. Λυπάμαι, αλλά ούτε αυτή η πολιτική φαίνεται να δίνει απαντήσεις στα προβλήματα των κοινωνιών και δεν αποπνέει κανέναν αέρα αλλαγής, αλλά συντήρησης με ίσως ένα διαφορετικό τρόπο. Κύρια στοιχεία των σημερινών κεντροαριστερών παρατάξεων, πανευρωπαϊκά, είναι η κριτική κατά της λιτότητας και η προβολή της ανάπτυξης σαν εναλλακτική λύση (αρχικά είχαμε και το ευρωομόλογο στο λεξιλόγιο μας). Ποια ανάπτυξη όμως; Ο όρος αυτός είναι ανάπηρος χωρίς την ύπαρξη συγκεκριμένου επιθετικού προσδιορισμού πριν από αυτόν και γι’ αυτό αποτελεί πλέον το μεγαλύτερο σύντομο ανέκδοτο της κρίσης. Το αίτημα στροφής 180 μοιρών προς την ανάπτυξη εδώ και τώρα, είναι και ουτοπικό αλλά και επικίνδυνο. Ας μην υποκρινόμαστε. Βιαζόμαστε να επαναφέρουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης με το οποίο θα μπορέσουν κάποιοι πολίτες να αρχίσουν και πάλι να καταναλώνουν (κι αν είμαστε τυχεροί να υπερκαταναλώνουν). Αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει όσο οι προοδευτικές δυνάμεις ασχολούνται μόνο με τα κακώς κείμενα της ελληνικής οικονομίας και στρουθοκαμηλίζουν για τις (αποδεδειγμένα) λανθασμένες κεντρικές επιλογές της κυρίαρχης άποψης στην Ε.Ε. . Εύλογα, λοιπόν, γεννάται το ερώτημα γιατί οι πολίτες να επιλέξουν ένα σοσιαλιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό κόμμα για να επαναφέρει την μορφή ανάπτυξης και κατανάλωσης στα προηγούμενα επίπεδα όταν υπάρχουν άλλα αυθεντικά νεοφιλελεύθερα ή κεντροδεξιά κόμματα με αυτή την ιδεολογία. Το λογικό κενό καλύπτεται από την πιο παρεξηγημένη και παρερμηνευμένη έννοια της κρίσης, την λιτότητα. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ. Οφείλουμε μια αφήγηση στην κοινωνία που να εξηγεί ότι εφαρμόζεται τώρα η πιο βίαιη μορφή λιτότητας επειδή δεν υπήρχε ίχνος της τα προηγούμενα χρόνια, τα οποία αποτελούσαν ύμνο στην κατανάλωση χωρίς περιοριστικούς όρους και χωρίς ελέγχους. Με άλλα λόγια, ναι μεν η μορφή της λιτότητας που εφαρμόζεται αποδεικνύεται υπερβολική, αλλά οφείλει να αποτελεί μονάχα μέρος ενός πλάνου αντιμετώπισης της κρίσης .Έτσι, πιστεύω πως όσο αρκούμαστε να αναθεματίζουμε τη λιτότητα αποφεύγουμε να δώσουμε λύσεις σε άλλα μεγάλα εθνικά και ευρωπαϊκά ζητήματα.
Είναι αναγκαίο, να διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο μέσα από το οποίο ο τρίτος πόλος θα δώσει απάντηση για το πώς θα ανακάμψουμε οριστικά, αλλά και πώς θα πορευθούμε ύστερα. Αναλυτικά, αποτελεί ρεαλιστική διεκδίκηση μια μεταβατική περίοδος όπου θα παρατείνεται μια μορφή λιτότητας, αλλά θα δίνεται η δυνατότητα στο κράτος (σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή στήριξη) να δημιουργήσει θεσμούς και κανόνες προστασίας των ασθενέστερων στρωμάτων, με την προώθηση προτάσεων όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ώστε να μη βρεθούν ξανά αντιμέτωπα με τη φτώχεια και να μην οξυνθούν οι ανισότητες. Τότε, θα είμαστε σε θέση να συζητήσουμε για ανάπτυξη πάνω σε σωστές βάσεις. Συγκεκριμένα, οφείλουμε να σκεφτούμε μακροπρόθεσμα. Από τη μία πλευρά, να αναλογιστούμε το κόστος στην κοινωνία της γρήγορης και φτηνής ανάπτυξης, η οποία βασίζεται στις καουμπόικες μεθόδους του παρελθόντος. Από την άλλη, να αριθμήσουμε τα μελλοντικά κέρδη για την κοινωνία, που θα προσφέρει η ανάπτυξη η οποία θα σέβεται το περιβάλλον και τα εργασιακά δικαιώματα, έστω και αν χρειαστεί περισσότερος χρόνος. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, το συγκεκριμένο εγχείρημα θα στοχεύει στην ανοικοδόμηση του κοινωνικού ιστού που έχει διαρραγεί κι όχι στη δημιουργία μερικών -προσωρινών- θέσεων εργασίας με μισθούς πείνας. Έτσι, μετά από αυτά θα μπορέσουμε να δώσουμε λύσεις στα επιμέρους  οικονομικά προβλήματα της κοινωνίας, μέσα από μια σειρά προοδευτικών και ρηξικέλευθων προτάσεων (βλέπε το πολυαναμενόμενο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης) υπέρ των αδυνάμων. Τέλος, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Είναι αδιανόητο να μιλάμε για προοδευτικό πόλο, ο οποίος δε θα έχει ως κύριο γνώμονα τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και την αύξηση της κοινωνικής πρόνοιας για τα χαμηλά στρώματα.
Κλείνοντας, νομίζω ότι είναι πλέον σαφές πως στο εγχείρημα του τρίτου πόλου οι αποκλεισμοί προσώπων είναι περιττοί,  αν πρωτίστως γίνει σαφές πως τα πρόσωπα υπάρχουν για να υπηρετούν πολιτικές κι όχι το αντίστροφο. Συμπεραίνω, ότι ένας φορέας για να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή χτίζεται με δύο μόνο τρόπους, δυστυχώς. Ο ένας είναι ο εύκολος δρόμος, ο δρόμος του καιροσκοπισμού, όπου η μόνη στρατηγική είναι να πηγαίνεις όπου φυσάει ο άνεμος και βασίζεται σε συμφέροντα και βραχυπρόθεσμα οφέλη. Ο άλλος δρόμος είναι ο δύσκολος, όπου οι κοινωνικές ομάδες συναντούνται μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, στοχεύοντας όμως πάντα τον ίδιο κοινό σκοπό. Αυτή είναι η μάχη που πρέπει να δοθεί και πρέπει να κερδηθεί από τις δυνάμεις που επιλέγουν τον δύσκολο δρόμο, ακόμα κι όταν αυτός είναι αντιδημοφιλής και κόντρα σε αυτό που υπαγορεύει η στιγμή.
* Ο Ρωμανός Οικονομίδης είναι μέλος των Νέων της ΔΗΜΑΡ

Οριζόντια ή διαρθρωτικά;


του Κώστα Καλλίτση


Νέα μέτρα θα ληφθούν. Και, προφανώς, θα επιδράσουν αρνητικά στα εισοδήματα. Είτε βαφτιστούν «οριζόντια» είτε «διαρθρωτικά». Εξηγούμαι: Αν κλείσεις όλα τα αεροδρόμια, αυτό θα είναι οριζόντιο μέτρο. Αν κλείσεις μόνο 22, είναι διαρθρωτικό. Αν κλείσεις όλα τα νοσοκομεία είναι οριζόντιο, αν κλείσεις λίγα είναι διαρθρωτικό. Η γενική περικοπή συντάξεων είναι οριζόντιο μέτρο, η περικοπή όσων δίδονται από Ταμεία που δεν κρίνονται βιώσιμα είναι διαρθρωτικό. Η περικοπή των αγροτικών συντάξεων είναι οριζόντιο μέτρο. Αν όμως συμψηφίσεις τα 500 εκατ. ευρώ εισφορές που δεν μπορούν να πληρώσουν οι αγρότες με τις επιχορηγήσεις που θα λάμβαναν, η περικοπή γίνεται διαρθρωτική.

Το παιχνίδι με τους προσδιορισμούς «οριζόντια» ή «διαρθρωτικά» συσκοτίζει το μείζον. Προφανώς, χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές δεν θα αλλάξει το μοντέλο του παρασιτικού καπιταλισμού. Για να επιδιωχθεί αυτή η αλλαγή, στοιχειώδης προϋπόθεση είναι η επεξεργασία ενός σχεδίου για νέο, παραγωγικό μοντέλο. Αυτό είναι το μείζον. Αν υπήρχε τέτοιο σχέδιο, ακόμα και οριζόντια μέτρα θα ήταν ικανά να υπηρετήσουν διαρθρωτικού χαρακτήρα αλλαγές. Αντιθέτως, χωρίς αυτό, ακόμα και διαρθρωτικά μέτρα μπορεί να έχουν μόνο ή κύρια οριζόντια αποτελέσματα. Ειδικά (όπως σήμερα…) όταν κατ’ ευφημισμόν λέγονται «διαρθρωτικά», πολλά μέτρα που υπηρετούν στενά δημοσιονομικούς στόχους.

Αν το ζητούμενο είναι να επιβληθούν μέτρα που θα μειώνουν τα εισοδήματα χωρίς να ειπωθεί ότι επιβάλλονται τέτοια μέτρα, τότε το παιχνίδι έχει νόημα. Δύσκολα, όμως, θα έχει καλό τέλος. Τα τρία άλλοθι ξεφτίζουν: Το άλλοθι της «τελευταίας στιγμής», καθώς δεν αντέχεται να φτάνεις μόνιμα στο παρά 5΄ όταν δεν προνοείς για τίποτα πριν από το παρά 5΄. Το άλλοθι της «τελευταίας φοράς», καθώς, μετά από τόσες φορές, παραπέμπει στην τελευταία φορά του καπνιστή - «τελευταία φορά σήμερα και από αύριο το κόβω». Το άλλοθι της «σκληρής διαπραγμάτευσης», διότι, εφόσον έχεις παραιτηθεί από το καθήκον να σχεδιάσεις το αύριο της Ελλάδας και αρκείσαι στο «μόνο σοβαρό κείμενο που υπάρχει», δεν υπάρχει διαπραγμάτευση για τα μεγάλα αλλά παζάρι για τα μικρά.

Τα μικρά δεν αλλάζουν την πορεία προς το χειρότερο, καθώς το δείχνουν και οι στατιστικές: Οι εξαγωγές (χωρίς τις επανεξαγωγές καυσίμων) είχαν αυξηθεί 7,9% το 2011, έμειναν στάσιμες (0,9%) το 2012 και φέτος τον Αύγουστο μειώθηκαν 7,6%. Προστέθηκαν 126.000 άνεργοι και η ανεργία έφτασε το 27,6%. Η κατανάλωση μειώνεται 14,4%. Οι τράπεζες μειώνουν απόλυτα τις χορηγήσεις τους στις επιχειρήσεις κατά 4,5%. Η βιομηχανική παραγωγή μειώνεται 7,2%. Το ΑΕΠ, φέτος θα είναι φτωχότερο από το 2008 κατά 47 δισ. ευρώ. Και η «μάχη» με την τρόικα θα γίνει για 1 ή 2 δισ. ευρώ. Ετσι θα μπει πάτος στο βαρέλι της ύφεσης;
Ο Κώστας Καλλίτσης είναι δημοσιογράφος