Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Μια πολιτική για τους υδατικούς πόρους και το νερό

του Στάθη Κουρνιώτη


(Στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου της Δημ.Αρ.)

Το ελληνικό σύνταγμα δεν κάνει ιδιαίτερες αναφορές στους υδατικούς πόρους. Σε κανένα νομικό κείμενο δεν γίνεται σαφής αναφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των υδατικών πόρων της χώρας που περιλαμβάνουν εσωτερικά επιφανειακά ύδατα (λίμνες, ποτάμια), υπόγεια ύδατα, μεταβατικά ύδατα (εκβολές ποταμών) και παράκτια.
Οι υδατικοί πόροι αποτελούν φυσικούς πόρους και ως τέτοιοι θα πρέπει να ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο που μπορεί υπό προϋποθέσεις να επιτρέψει την εκμετάλλευσή τους για ιδιωτικό ή δημόσιο όφελος. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς θα πρέπει να κατοχυρωθεί συνταγματικά, στην επόμενη αναθεώρηση του συντάγματος.
Το ελληνικό κράτος δεν διέθετε ποτέ μια συνεκτική πολιτική διαχείρισης των υδατικών πόρων μέχρι την τελευταία δεκαετία, οπότε κλήθηκε να εφαρμόσει την Κοινοτική νομοθεσία, την Οδηγία πλαίσιο για τα νερά 2000/60/ΕΚ. Η ενσωμάτωσή της υποχρέωσε το ελληνικό κράτος να προχωρήσει στη σύνταξη διαχειριστικών σχεδίων.
Στο πλαίσιο εφαρμογής της Κοινοτικής νομοθεσίας έχει δημιουργηθεί μια νέα δομή στη δημόσια διοίκηση. Ωστόσο, αυτή πάσχει από κακή στελέχωση, αδυναμία χρήσης νέων τεχνολογιών και ελλιπείς οικονομικούς πόρους που δεν επιτρέπουν να επιτελεσθεί έργο με συνέπεια. Σχεδόν όλοι οι υδατικοί πόροι της χώρας παρουσιάζουν διαχρονική χειροτέρευση. Δύο εμβληματικά παραδείγματα είναι ο Ασωπός και η λίμνη Κορώνεια. Αν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, η χώρα θα χάσει ένα τεράστιο οικολογικό πλούτο, θα διακινδυνεύσει την αγροτική της οικονομία και θα αυξήσει σημαντικά το κόστος ύδρευσης.

Οικονομική πολιτική για την διαχείριση των υδατικών πόρων
Το νερό χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για τρεις βασικές χρήσεις. Το περισσότερο καταναλώνεται στην άρδευση (85%). Για ύδρευση χρησιμοποιείται το 11% και στη βιομηχανία το 4%.
Το νερό είναι ένας ανανεώσιμος πόρος με την έννοια ότι το νερό που λαμβάνεται από υδατικούς πόρους αναπληρώνεται, με τις κατακρημνίσεις και τις εισροές από γειτονικές χώρες μέσω ποταμών. Ωστόσο, υπάρχει ένας ορισμένος ρυθμός αναπλήρωσης και όταν ο ρυθμός απόληψης από τους υδατικούς πόρους τον ξεπερνά, τότε το νερό παύει να είναι ανανεώσιμος πόρος. Αυτό ισχύει σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, μεταξύ αυτών στην Αττική και στο σύνολο των νησιών.  Όταν ο ρυθμός απόληψης ξεπερνά το ρυθμό αναπλήρωσης τότε απαιτούνται μέτρα για την προστασία της αειφορίας του υδατικού πόρου (κάτι που είναι διαφορετικό από το κόστος διαχείρισης του ίδιου του νερού). Αυτά τα μέτρα έχουν ένα κόστος και το κόστος θα πρέπει να καταβάλλεται από τους χρήστες που εκμεταλλεύονται τον υδατικό πόρο ως δικαιώματα χρήσης.
Το νερό που περιέχεται στους υδατικούς πόρους δεν είναι εμπόρευμα. Το νερό που φτάνει στο τελικό χρήστη και χρησιμοποιείται για ύδρευση, άρδευση και βιομηχανική χρήση είναι εμπόρευμα. Η τιμή του προκύπτει από το κόστος αειφορίας του υδατικού πόρου και από το κόστος διαχείρισης του ίδιου του νερού.
Το νερό άρδευσης πρακτικά έχει πολύ μικρό κόστος διαχείρισης. Ωστόσο, ακόμη και αυτό το μικρό κόστος δεν ανακτάται. Οι ΤΟΕΒ (τοπικοί οργανισμοί εγγείων βελτιώσεων) έχουν οργανωθεί ως συνεταιρισμοί των ωφελούμενων από την άρδευση. Διαχρονικά παρουσιάζουν μεγάλα οικονομικά ελλείμματα εν μέρει λόγω της μη ανάκτησης του κόστους του νερού που παρέχουν στους αγρότες και εν μέρει λόγω οικονομικών ατασθαλιών ακόμη και αδιαφορίας στην είσπραξη των λογαριασμών. Οι εισφορές των αγροτών στους ΟΕΒ καθορίζονται εν μέρει ως στρεμματικές εισφορές και εν μέρει ως αρδευτικό τέλος που εξαρτάται από την πραγματική παροχή. Αυτή η κακή κατάσταση δεν επιτρέπει στους ΤΟΕΒ να παρέχουν επαρκή συντήρηση των υφιστάμενων δικτύων με αποτέλεσμα την απαξίωση τους και την κατασπατάληση του νερού. Η αγροτική παραγωγή αποτελεί μια οικονομική διαδικασία στην οποία δεν πρέπει να διατίθενται δωρεάν δημόσιοι πόροι, όπως άλλωστε και σε καμία άλλη οικονομική διαδικασία. Το κόστος που η άρδευση δεν καταβάλλει, δεν εξαφανίζεται αλλά καταβάλλεται από το δημόσιο, άρα από όλους τους έλληνες φορολογούμενους.
Το βιομηχανικό νερό ανήκει σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιωτική οικονομία. Οι βιομηχανίες που έχουν ανάγκη χρήσης σημαντικών ποσοτήτων νερού διαθέτουν δικά τους σημεία απόληψης, απαιτείται να διαθέτουν άδειες χρήσης νερού για συγκεκριμένες ποσότητες ετησίως και έχουν την ευθύνη απορρύπανσης του νερού που έχουν χρησιμοποιήσει πριν το επιστρέψουν στο περιβάλλον. Γενικά, ένας ιδιώτης που χρειάζεται νερό για μια μεταποιητική δραστηριότητα, πρακτικά δεν ελέγχεται ούτε για την ποσότητα ούτε για την ποιότητα του. Το νερό που χρησιμοποιείται στη μεταποίηση θα πρέπει να κοστολογείται και να πληρώνονται στο δημόσιο δικαιώματα χρήσης.
Στην ύδρευση, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι το κόστος διαχείρισης διαμορφώνεται τόσο από τις απαιτούμενες διαδικασίες προεπεξεργασίας όσο και από τη διαδικασία καθαρισμού του νερού μετά τη χρήση, δηλαδή, τα συστήματα αποχέτευσης και τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων. Στην αποχέτευση περιλαμβάνεται και η αστική αντιπλημμυρική προστασία. Η διαχείριση του νερού ύδρευσης γίνεται για την Αττική και τη Θεσσαλονίκη από τις εταιρίες ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ αντίστοιχα που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και έτσι είναι εν μέρει ιδιωτικές, αν και η πλειοψηφία των μετοχών τους ανήκει στο Δημόσιο. Και οι δύο εταιρίες αποτελούν μονοπώλια. Το κράτος τους έχει εκχωρήσει το αποκλειστικό δικαίωμα ύδρευσης των περιοχών που δραστηριοποιούνται. Είναι ουσιαστικά οι μόνες εταιρίες ύδρευσης στην Ελλάδα που ανακτούν πλήρως το κόστος του νερού που παρέχουν. Στις περισσότερες επαρχιακές πόλεις λειτουργούν Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) οι οποίες ελέγχονται αποκλειστικά από τους Δήμους. Οι ΔΕΥΑ διοικούνται από Διοικητικό Συμβούλιο που ορίζεται από το Δημοτικό Συμβούλιο. Σε κάθε ΔΕΥΑ προΐσταται ένας Γενικός Διευθυντής που προσλαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο σχεδόν εν λευκώ. Οι ΔΕΥΑ διαχειρίζονται και την αποχέτευση ενώ σύμφωνα με το νόμο μπορούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε τομείς όπως η τηλεθέρμανση, το φυσικό αέριο, οι ΑΠΕ και η εμφιάλωση και εμπορία νερού. Ο τρόπος οργάνωσης των ΔΕΥΑ τις έχει μετατρέψει σε εν δυνάμει πολιτικό όπλο του εκάστοτε δημάρχου. Οι περισσότερες ΔΕΥΑ παρουσιάζουν οικονομικά ελλείμματα καθώς και αδυναμία να χρηματοδοτήσουν νέα έργα. Σε αυτή την αδυναμία οφείλεται το μεγάλο ποσοστό απωλειών των δικτύων. Οι ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ και οι ΔΕΥΑ ακολουθούν σχεδόν την ίδια τιμολογιακή πολιτική που περιλαμβάνει κλιμακωτή χρέωση ανάλογα με την καταναλισκόμενη ποσότητα και το είδος χρήσης.
Στο πλαίσιο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος θα μπορούσε να εξεταστεί η περίπτωση τα φτωχότερα νοικοκυριά να έχουν δωρεάν πρόσβαση σε υπηρεσίες ύδρευσης και αποχέτευσης με βάση αντικειμενικά οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια.  
Τελευταία συζητείται η συνολική ιδιωτικοποίηση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ. Κάποιες μεγάλες πόλεις στην Ευρώπη ιδιωτικοποίησαν την ύδρευση κατά την προηγούμενη δεκαετία. Ωστόσο, δημιουργήθηκαν προβλήματα και ακολουθείται πλέον η αντίστροφη διαδικασία. Το καλύτερο θα ήταν ένα μικτό σύστημα όπου η ιδιωτική οικονομία και το δημόσιο θα συνεργάζονται για την παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας ύδρευσης και αποχέτευσης. Η πλήρης ιδιωτικοποίηση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ δεν θα προσέφερε κάτι άλλο εκτός από ένα σχετικά μικρό οικονομικό τίμημα, ωστόσο η μερική ιδιωτικοποίηση των μεγαλύτερων ΔΕΥΑ κατά το πρότυπο της ΕΥΔΑΠ, θα άλλαζε εντελώς τον τρόπο λειτουργίας τους και θα τις έκανε περισσότερο αξιόπιστες και οικονομικά βιώσιμες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου