Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Μια ευκαιρία για την έξοδο από την κρίση – ίσως η τελευταία Η σύνοδος κορυφής της 21 Ιουλίου 2011



Γιώργος Προκοπάκης


Ένα εν πολλοίς ανέλπιστο αποτέλεσμα


Η σύνοδος κορυφής της Πέμπτης 21/7 ήταν η πιο κρίσιμη για την Ελλάδα. Πιθανότατα και για την Ευρώπη. Τα αποτελέσματα ήταν αναμφίβολα θετικά για τη χώρα μας. Η απόφαση οπωσδήποτε οδηγεί σε μια διαχειρίσιμη κατάσταση με τη βεβαιότητα της μακροπρόθεσμης στήριξης των εταίρων μας. Για το αν οδηγεί και σε διέξοδο από την κρίση χρειάζεται να γίνουν πολλά: να αποδειχθεί στην πράξη ότι οι μηχανισμοί και οι παρεμβάσεις που προβλέπονται είναι αποτελεσματικοί και, κυρίως, ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να κάνει οργανωμένα και με προσήλωση αυτό που απαιτείται.
Ελάχιστοι ανέμεναν ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Η απόφαση της συνόδου τα έχει όλα. Για τα δάνεια του μηχανισμού στήριξης (τα 65 δισ  μέχρι τώρα του Μνημονίου και μέχρι 109 δισ  του νέου πακέτου), προσφέρεται επιμήκυνση από 7,5 σε 15 έως 30 χρόνια και μείωση επιτοκίου. Τα δε νέα δάνεια θα έχουν 10ετή περίοδο χάριτος. Δηλαδή, η Ελλάδα έχει μπροστά της μια μεγάλη περίοδο για αλλαγές και προσαρμογή χωρίς ασφυκτικές ανάγκες αναχρηματοδότησης με ταυτόχρονη ελάφρυνση του προϋπολογισμού. Όσον αφορά  το χρέος που βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών (τα ομόλογα), η σύνοδος εμφανίζεται αποφασισμένη να κάνει το παν για να τα βγάλει από τη μέση ως ανάγκη αναχρηματοδότησης, περνώντας μέρος του σχετικού κόστους, στο βαθμό που είναι δυνατόν, στους πιστωτές. Επίσης, χρηματοδοτεί μηχανισμούς και παρεμβάσεις για μείωση του χρέους – πάντα στο βαθμό που είναι δυνατόν. Η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων, ιδίως σχετικά με τη μείωση του χρέους, θα κριθεί εκ του αποτελέσματος. Όσον αφορά την ανάπτυξη (και τις διαρθρωτικές αλλαγές), η σύνοδος εξαγγέλλει ένα «Σχέδιο Μάρσαλ» για την Ελλάδα και δηλώνει τη διαθεσιμότητα πόρων και τεχνογνωσίας.


Οι κίνδυνοι


Σωθήκαμε λοιπόν! Ας συγκρατηθούμε και ας μη κατέβουμε στην Ομόνοια για πανηγυρισμούς. Ο σκεπτικιστής θα θυμηθεί ότι, τον Ιούνιο και Νοέμβριο του 2001 έγιναν δύο διακανονισμοί του χρέους της Αργεντινής (ως mega-swaps έχουν καταγραφεί στη μνήμη), για να έλθει η χρεοκοπία το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, εν μέσω πολιτικών αντιδικιών, πολιτικής εκμετάλλευσης και λαϊκισμού, κυβερνητικής ανικανότητας, σε ένα αναποτελεσματικό πελατειακό κράτος με διάχυτη τη διαφθορά. Κάτι μου θυμίζουν όλα αυτά! Ύστερα, είναι οι άτιμες οι αγορές που δουλεύουν με απλούς κανόνες, όπως: «μια ήπια αναδιάρθρωση δεν είναι παρά η πρώτη πράξη μιας εκκωφαντικής χρεοκοπίας». Δηλαδή, η κατάληξη της κρίσης που ζούμε εξαρτάται αφενός από την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών που θα στηθούν για τη διαχείριση των ομολόγων (μετακύλιση, ανταλλαγή, επαναγορά) ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή μείωση του χρέους και αφετέρου από το εάν η Ελλάδα κάνει επί τέλους αυτό που αρνείται πεισματικά: να βάλει τάξη στα δημοσιονομικά της, να εφαρμόσει ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων, να διαλύσει το πελατειακό κράτος, να πατάξει τη διαφθορά - να αλλάξει εν ολίγοις. Η απόφαση της συνόδου δεν αφήνει χώρο για καμιά δικαιολογία: πόροι, χρόνος και τεχνογνωσία παρέχονται γενναιόδωρα.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, πολύ άμεσος μάλιστα, είναι το πολιτικό ρίσκο. Η απόφαση έχει έτοιμο το βούτυρο στο ψωμάκι των λαϊκιστών: από τους ακροδεξιούς ελληναράδες, τους επίδοξους κυβερνήτες, τα τρία από τα τέσσερα (ή επτά από τα οκτώ) ΠΑΣΟΚ που κυκλοφορούν, τις σπίθες και τα άρματα, τις διάφορες εκδοχές της αριστεράς – και βέβαια τους τσαρλατάνους των μαγικών λύσεων.
Η απόφαση έχει απ’ όλα! Πολλά απ’αυτά έχουν αναδειχθεί ως κόκκινες γραμμές από την πολιτική αμφιθυμία και τα πελατειακά βαρίδια της ίδιας της κυβέρνησης.
Ø      Επιλεκτική χρεοκοπία: η κυβέρνηση κατάφερε, πιεζόμενη από όλους τους παραπάνω, το προφανώς επιθυμητό βήμα για να επιτευχθεί μείωση του χρέους, να το έχει στις βαλίτσες της προς Βρυξέλλες σχεδόν ως κόκκινη γραμμή. Ακόμη και γι’αυτό φρόντισε η απόφαση της συνόδου: θα υπάρξουν οι εγγυήσεις ώστε να μην διαταραχθεί η ρευστότητα προς το τραπεζικό σύστημα.
Ø      Επιτροπεία: προβλέπεται η παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων από την Ελλάδα, ακόμη και μετά το πέρας του προγράμματος σταθεροποίησης.
Ø      Εμπράγματες εγγυήσεις: η απόφαση ζητάει από την Ελλάδα, αν χρειασθεί, να συμβάλλει με όποιο πρόσφορο τρόπο (διάβαζε: στο τραπέζι η δημόσια περιουσία) στην αναβάθμιση της δικής τηςπιστοληπτικής ικανότητας.
Ø      Σύμφωνο σταθερότητας: δεσμεύτηκαν όλες οι κυβερνήσεις, μαζί και η ελληνική, σε σειρά πρωτοβουλιών για νομική κατοχύρωσή του.
Ø      Τέλος, επειδή οι προβλεπόμενες παρεμβάσεις μείωσης του χρέους είναι μάλλον ήπιες, η επιστροφή σε διαχειρίσιμο δημόσιο χρέος καθιστά το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων επιτακτική ανάγκη.
Η ανάδειξη προτεραιοτήτων και η χωρίς ταλαντεύσεις τοποθέτηση όσο πιο κάθετα γίνεται απέναντι στο λαϊκισμό και την καπηλεία είναι προϋπόθεση ακόμη και για τα πιο μικρά θετικά βήματα. Κυρίως όμως, αυτό που δεν πρέπει να υπάρξει είναι η επανάπαυση. Η πορεία προς την έξοδο από την κρίση μόλις τώρα άρχισε.


Κι ένα υστερόγραφο


Η ευκαιρία - πιθανότατα η τελευταία - δικαιώνει ηθικά τις λίγες φωνές που, ενάντια στην ευκολία του απολίτικου αντι-μνημονιακού λαϊκισμού, επέμεναν στην πρόταξη μιας μεταρρυθμιστικής ατζέντας, στην πάση θυσία μείωση των ελλειμμάτων και στην ανάγκη πολιτικής συνεννόησης για συντεταγμένη πορεία στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους. Ακόμη και όταν αυτό απαιτούσε επώδυνες αποφάσεις, όπως την προσήλωση στην προτεραιότητα της αποφυγής της χρεοκοπίας, με μόνο διαπραγματευτικό μέσο ένα πρόχειρο, άδικο και ανισοβαρές μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Δυστυχώς, παρά το ότι (πιστεύω τουλάχιστον) η επιθυμία της κοινωνίας ήταν διαφορετική, σε πολιτικό επίπεδο βρέθηκε μόνη η κυβέρνηση να αναλάβει το βάρος της πορείας αυτής. Οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, περίμεναν να καρπωθούν τη φθορά, επενδύοντας εξ αντικειμένου στη χρεοκοπία. Ας ελπίσουμε ότι τα παλαιοΠΑΣΟΚικά ανακλαστικά δεν θα οδηγήσουν απλώς σε επικοινωνιακή εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της συνόδου. Τα αποτελέσματα είναι ευκαιρία για συσπείρωση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων με στόχο την έξοδο από την κρίση.

Από το book's journal No 10


Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Ηδονή της ανανέωσης.


Του Γιώργου Τσακνιά
στη μνήμη του Μανούσου Φάσση

Σ’ είδα που έψαχνες ταξί απελπισμένα
στάθηκα και σου είπα: «έλα με μένα!»
Μπήκες διστακτικά μες στο Toyota
ήσουν ψαγμένη γκόμενα, όχι κότα.


Έβαλα ένα CD, Έλενα Βέντη,
κι εσύ με κοίταξες με το ύφος του Λεβέντη.
Σου είπα: «μη με κατακρίνεις τόσο άδικα».
Και μου ’πες: «δε γουστάρω τα σκυλάδικα».


Έμοιαζες τρομερά με τη Στικούδη
μα το μυαλό σου με του Σπύρου του Λυκούδη.
Μου ’πες πως στο σαλόνι σου, στο σπίτι
είχες φωτογραφία του Μαργαρίτη.


Καθώς περνούσαμε έξω απ’ την Υπατία
είπαμε για σοσιαλισμό, δημοκρατία.
Μένα με χτύπησαν του έρωτα τα βέλη
κι εσύ σκεφτόσουνα τον Φώτη τον Κουβέλη.



Σε ρώτησα αν έχεις φέις μπούκ
κι εσύ απήγγειλες Αγγελάκη-Ρουκ.
Τόλμησα και σου χάιδεψα την πλάτη
μα συ μου έλεγες για τον Χατζησωκράτη.


Ενώ εγώ στο νου μου είχα το αιδοίον σου,
εσύ ανέπτυσσες τη θεωρία των σταδίων σου.
Εγώ σου έλεγα: «σε θέλω, μη με φτύνεις!»
κι εσύ, εκεί: «είμαστε κόμμα της ευθύνης!»


Είπα: «δεν πάμε για καφέ κάτω στη Ζέα;»
Είπες: «με πέρασες για καμιά συριζέα;»
Σου είπα: «ξέχνα μια στιγμή τη λογική σου
και την εγρήγορση την οικολογική σου».


Εν τέλει δέχτηκες να πάμε στο παρκάκι
και να καθίσουμε σ’ απόμερο παγκάκι.
Μ’ άφησες και σου χάιδεψα το στήθος
ελπίζω το ’κανα με ύφος και με ήθος.


Είχα ανάψει, δεν υπήρχε γυρισμός
και δημοκρατικός σοσιαλισμός.
«Άντε», μου είπες, «να τελειώνεις μάνι μάνι
γιατί έχω ραντεβού με τον Ζαράνη».


Σου ’κανα κι άλλα, και μου έκανες και συ
και ξέχασες την εξυγίανση του ΕΣΥ.
Και όταν ήρθε η πολυπόθητη περαίωση
είπες: «Αχ, πόσο ηδονική η ανανέωση…»

Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Συμπαράταξη για τη μεταρρύθμιση

Από το http://mhmadas.blogspot.com/



Σας παρουσιάζω το κείμενο της Πανεπιστημιακής Συμπαράταξης του ΑΠΘ σχετικά με τη μεταρρύθμιση στην Ανώτατη εκπαίδευση. Το θεωρώ κείμενο σταθμό για τα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας μας και ότι καλύτερο γράφτηκε πρόσφατα για την επιχειρούμενη μεταρρύθμιση. Τελικά στον αγώνα αυτό δεν είμαστε μόνοι.

Σε καιρούς δραστικών περικοπών, δεν είναι εύκολο να εφαρμοσθούν ριζικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο, όταν το Κράτος αδυνατεί να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που το ίδιο δημιούργησε, και τώρα μοιραία, εν μέσω οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης, έρχεται να τις διαψεύσει. Αν, όμως, δεν αναμορφωθεί άμεσα και ριζικά η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας, τα Πανεπιστήμια θα καταρρεύσουν. Για τον απλούστατο λόγο ότι η υφιστάμενη κατάσταση, όπως ανάγλυφα περιγράφεται στο χάρτη που ακολουθεί, δεν είναι πλέον βιώσιμη. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ήταν. Απλά, το σοκ της κρίσης αποκάλυψε in vivo κάτι που όλοι γνωρίζαμε γι’ αυτό το τερατούργημα που συνδημιουργήσαμε πολιτικοί, εκπαιδευτικοί και τοπικές κοινωνίες, με την ενθάρρυνση και της υπόλοιπης κοινωνίας: τη μη βιωσιμότητά του. Αυτό το «δωρεάν δημόσιο πανεπιστήμιο», στην πραγματικότητα θα καταρρεύσει κάτω από το δικό του βάρος.
Από την αναλογία διδασκόντων και φοιτητών του πίνακα αυτού προκύπτει ότι σε κάθε εκπαιδευτικό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναλογούν, κατά μέσο όρο, μόλις 20 πράγματι ενεργοί φοιτητές. Αναλογία που προσεγγίζει αυτή της δημοτικής εκπαίδευσης, η οποία βεβαίως απέχει πολύ από το να ισχύει για όλους μας, κάτι όμως που από μόνο του αποκαλύπτει πόσο κακό είναι το σύστημα διαχείρισης και ανάπτυξης της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας. Πώς θα ξεπεραστεί το πρόβλημα αυτό; Μήπως με την αύξηση των διαθέσιμων πόρων; Κατ’ αρχάς, ουδέποτε η αύξηση της χρηματοδότησης θεράπευσε τη βασική ανεπάρκεια ενός συστήματος διοίκησης. Μια στοιχειώδης ανάλυση κόστους/οφέλους το αποδεικνύει κάθε φορά. Σε καιρούς δε οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης, δεν μπορεί να αυξηθεί η χρηματοδότηση, παρά μόνο να μειωθεί, όπως αναπόφευκτα συμβαίνει. Αλλά και πριν την κρίση, οι δαπάνες για την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας, όπως προκύπτει από τον παρακάτω πίνακα, ήσαν δυσανάλογα υψηλές μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ σε σχέση με την αποτελεσματικότητά τους
Συνεπώς, ένα νέο σύστημα οργάνωσης, λειτουργίας και ανάπτυξης της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας είναι απαραίτητο να αντικαταστήσει άμεσα το υφιστάμενο, που έχει αποτύχει για όλους τους λόγους, τους οποίους αναλυτικά επισημάναμε από την αρχή της μεταρρύθμισης ακόμη.

 Ένα τέτοιο σύστημα φιλοδοξεί να θεσμοθετήσει το προσχέδιο νόμου για την Οργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα. Δεν θα υπεισέλθουμε στις επιμέρους ρυθμίσεις του, καθώς αυτές συνεχίζουν ως φαίνεται να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας. Θα μείνουμε μόνο σε δύο βασικούς λόγους, για τους οποίους θεωρούμε ότι η μεταρρύθμιση που προωθεί είναι και αναγκαία, αλλά και στη σωστή κατεύθυνση, γι’ αυτό και την υποστηρίζουμε.

Α) Η αναγκαία ενσωμάτωση της χώρας στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Εκπαίδευσης και Έρευνας

Κατά τον ίδιο τρόπο που η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να παραμείνει για πολύ ακόμη απομονωμένη από τη διεθνή, χωρίς η απομόνωση αυτή να της προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη, έτσι και το ανώτατο εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν μπορεί να μένει εκτός του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Εκπαίδευσης και Έρευνας, χωρίς να μετατραπεί σε ένα κλειστό σύστημα μιας αποκομμένης από την υπόλοιπη Ευρώπη εκπαιδευτικής περιφέρειας, καταδικασμένης σε εθνοκεντρικό μαρασμό.

Η Ε.Ε. δεν έχει ενιαία εκπαιδευτική πολιτική, την οποία να επιβάλλει ομοιόμορφα στα κράτη μέλη της. Έτσι, αυτά διατηρούν το δικαίωμα να χαράσσουν τη δική τους εκπαιδευτική πολιτική. Μέσα από παράλληλες διεθνείς συνεργασίες, όμως, έχουν αυθόρμητα επιδοθεί σε μια διαδικασία σύγκλισης και εναρμόνισης των εκπαιδευτικών πολιτικών τους, διευκολύνοντας τόσο την κινητικότητα φοιτητών και διδασκόντων στην Ε.Ε., όσο και την πρόσβαση των πτυχιούχων στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά εργασίας με κοινά μετρήσιμους όρους.

Η Ελλάδα συμμετέχει σε όλες αυτές τις διεργασίες, χωρίς όμως να έχει μέχρι σήμερα συμμορφωθεί ουσιωδώς με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο πλαίσιό τους. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα κινδυνεύει έτσι να βρεθεί εκτός Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου.

Με αυτά μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί. Είναι δικαίωμά του. Η Πολιτεία, όμως, έχει την υποχρέωση, με συγκεκριμένες ρυθμίσεις και δράσεις, να ενσωματώσει το ανώτατο εκπαιδευτικό μας σύστημα στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο, όπου αυτό ανήκει. Σε τούτο αποσκοπεί και η προωθούμενη μεταρρύθμιση, η οποία δεν δέχτηκε ξαφνικά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, ούτε ανακάλυψε ξανά την Αμερική. Βέλτιστες διεθνείς πρακτικές αντέγραψε και τις προσάρμοσε στην ελληνική πραγματικότητα.

Για μας, το μέτρο της επιτυχίας, ή και της αναγκαίας βελτίωσης, των νέων πρακτικών που εισάγει η μεταρρύθμιση, είναι κατά πόσον αυτές επιτυγχάνουν τον κεντρικό της στόχο να εντάξει το ανώτατο εκπαιδευτικό μας σύστημα στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο. Δεν είναι τυχαίο πως οι κυριότερες πολιτικο-συνδικαλιστικές δυνάμεις που αντιδρούν και σ’ αυτή τη μεταρρύθμιση, υιοθετούν ανέκαθεν μέσα στα Πανεπιστήμια, αλλά και ευρύτερα, μια αντιευρωπαϊκή και παράλληλα αρχέγονα εθνοκεντρική στάση, με ό,τι οπισθοδρομικό και αντιδραστικό αυτό συνεπάγεται. Δεν αποτελεί έκπληξη, συνεπώς, που αντιδρούν τώρα και σ’ αυτή τη μεταρρύθμιση.

Εμείς στο σημείο αυτό, θέλουμε ν’ απευθυνθούμε στους φοιτητές μας χάρη των οποίων υπάρχουμε, και να τους πούμε πως είναι προς το απόλυτο συμφέρον τους να αποκτήσουν οι σπουδές και τα πτυχία τους μετρήσιμη διεθνή αξία στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, καθώς μόνος αυτός είναι σε θέση να τους παράσχει ασφάλεια, ευημερία και προοπτική σ’ ένα επιθετικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.

Β) Η αναγκαία αυτονόμηση των Πανεπιστημίων

Ένα σύγχρονο Πανεπιστήμιο πρέπει να μπορεί να στηρίξει τις ακαδημαϊκές επιλογές που κάνει με τα μέσα που διαθέτει. Εάν αδυνατεί να στηρίξει τις επιλογές του, δεν μπορεί να απαιτεί από τον φορολογούμενο να τις στηρίξει αυτός στο όνομα τής ακαδημαϊκής ελευθερίας. Η τελευταία θεσπίστηκε για να προστατεύει τον πανεπιστημιακό από την αυθαίρετη παρέμβαση του Κράτους στο έργο του. Δεν αποτελεί κανόνα εκπαιδευτικής πολιτικής για το Κράτος που να το δεσμεύει να χρηματοδοτεί τις όποιες επιλογές του πανεπιστημιακού ή του πανεπιστημίου του.

Με απλά λόγια, εάν θέλει ένα Πανεπιστήμιο να διατηρεί, π.χ., δύο ΤΕΦΑΑ ή δύο Παιδαγωγικές Σχολές, μπορεί να το κάνει αν είναι σε θέση να στηρίξει τις επιλογές του αυτές. Δεν μπορεί, όμως, να αξιώνει από το Κράτος να συντηρεί δύο ίδιες σχολές στο ίδιο ίδρυμα, και τούτο στο όνομα της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Ομοίως, εάν θέλει ένα Πανεπιστήμιο να διατηρεί ένα πολυδάπανο φοιτητικό εστιατόριο ή μια ελλειμματική κατασκήνωση σε βάρος άλλων κεντρικών δραστηριοτήτων του, μπορεί να το κάνει, αν αυτές είναι οι προτεραιότητές του. Δεν μπορεί, όμως, να αξιώνει από τον φορολογούμενο να αναλάβει αυτός το κόστος των προτεραιοτήτων του στο όνομα του δωρεάν δημόσιου πανεπιστημίου.

Το βέλτιστο σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου ένα Κράτος αφενός μεν ασκεί την εκπαιδευτική και ερευνητική του πολιτική, αφετέρου δε πραγματώνει την ελευθερία της εκπαίδευσης και της έρευνας, είναι αυτό σύμφωνα με το οποίο τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κινούμενα σ’ ένα προκαθορισμένο πλαίσιο αρχών και κανόνων, ώστε να διασφαλίζονται οι όροι άσκησης της κρατικής πολιτικής, χαίρουν τέτοιας αυτονομίας που τα επιτρέπει να κάνουν τις ακαδημαϊκές και ερευνητικές επιλογές τους και να τις υποστηρίζουν αφενός με τα μέσα που τους διαθέτει το Κράτος, αφετέρου με δικά τους μέσα που επίσης μπορούν να κινητοποιήσουν.



Ένα τέτοιο οργανωτικό και λειτουργικό module εισάγει ο νέος νόμος, που γι’ αυτό το λόγο συνιστά ένα γνήσιο νόμο-πλαίσιο, όπως δεν είχαμε μέχρι τώρα:

· Από τη μια μεριά, θέτει αρχές, κανόνες και διαδικασίες γενικής εφαρμογής, όπου το Κράτος αφήνει το ρυθμιστικό του αποτύπωμα που κατά την κυρίαρχη βούλησή του υλοποιεί καλύτερα την εκπαιδευτική και ερευνητική του πολιτική.

· Από την άλλη, δίνει το δικαίωμα στις βασικές εκπαιδευτικές μονάδες, δηλαδή στο Πανεπιστήμιο και τη Σχολή, να υιοθετήσουν το μεν πρώτο έναν Οργανισμό κι έναν Εσωτερικό Κανονισμό που θα εξειδικεύουν το γενικό οργανωτικό και λειτουργικό πλαίσιο με τρόπο που να ταιριάζει περισσότερο στο Ίδρυμα, στις παραδόσεις του, στις φιλοδοξίες του και στο ακαδημαϊκό όραμα της πανεπιστημιακής του κοινότητας, η δε δεύτερη τα προγράμματα σπουδών, που θα μπορούν να διδαχθούν εφόσον κατ’ ελάχιστον πιστοποιηθούν με τρόπο αντικειμενικό από μια Ανεξάρτητη Αρχή (χωρίς, δηλαδή, την εξουσιαστική παρέμβαση του Κράτους).

Με λίγα λόγια, ο νέος νόμος ανοίγει μπροστά μας ένα ευρύτατο πεδίο αυτονομίας, ώστε να καθορίσουμε εμείς οι ίδιοι ποιο πανεπιστήμιο θέλουμε, πώς θα πρέπει να λειτουργεί και ν’ αναπτύσσεται, ποιά επιπλέον προσόντα να έχουν αυτοί που θα το στελεχώσουν, τι θα μπορούν να διδάσκουν και να ερευνούν. Μπορούμε να κάνουμε όποια οργανωτική, λειτουργική, ακαδημαϊκή και ερευνητική επιλογή θέλουμε, αρκεί να υπακούει στα ελάχιστα γενικώς αποδεκτά standards και να μπορούμε να την στηρίξουμε με τα μέσα που διαθέτουμε ή που μπορούμε να διασφαλίσουμε.

Είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο; Πόση αυτονομία, άραγε, μπορούμε ν’ αντέξουμε; Εδώ βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση που μας απευθύνει ο νομοθέτης. Και βρίσκεται εδώ πέρα κι όχι στην αυτοδιοίκηση, στο όνομα της οποίας –περιέργως– απορρίπτουν ορισμένοι τη μεταρρύθμιση! Αρνούνται, με άλλα λόγια, το μείζον που μας παραχωρείται στο όνομα του ελάσσονος που δήθεν παραβιάζεται. Έχουν, άραγε, αποφασίσει τί θέλουν; Τι είναι η αυτοδιοίκηση γι’ αυτούς; Αυτοσκοπός ή μέσο για την επίτευξη της αυτονομίας; Θέλουν, άραγε, αυτοδιοίκηση κι όχι αυτονομία, με σκοπό να διοικούν το Πανεπιστήμιο για το οποίο όλες τις ευθύνες θα φέρει η Πολιτεία κι ο λογαριασμός θα καταλήγει στον Έλληνα φορολογούμενο; Διότι η αυτονομία θέτει κυρίως θέμα ευθύνης όσων διοικούν ένα αυτόνομο ίδρυμα. Ενώ η αυτοδιοίκηση καλλιεργήθηκε σ’ ένα πλαίσιο μη ευθύνης των διοικούντων, καθώς κάποιος άλλος έφταιγε πάντοτε για την κατάσταση, συνηθέστατα δε η Πολιτεία, το θεσμικό πλαίσιο και η υποχρηματοδότηση...

Προβάλλεται ακόμη το επιχείρημα ότι το σύστημα διοίκησης που εισάγεται είναι «ολιγαρχικό» ή «δεσποτικό» κι όχι «δημοκρατικό», όπως είναι υποτίθεται σήμερα. Στα Πανεπιστήμια, δυστυχώς, ξεχάσαμε ότι και στη δημοκρατία πρέπει να παίρνουμε αποφάσεις και να τις εφαρμόζουμε. Χρησιμοποιήσαμε τη δημοκρατία όχι για να λάβουμε δύσκολες πολλές φορές, πλην όμως επιβαλλόμενες αποφάσεις, αλλά για να αποφύγουμε όσες απειλούσαν να μεταβάλουν ισορροπίες. Σε πολλές σχολές, το «δημοκρατικό» σύστημα ακαδημαϊκής διοίκησης χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για να εμποδίσει οποιεσδήποτε αλλαγές επιχειρούνταν στα προγράμματα σπουδών, προκειμένου αυτά να προσαρμοσθούν στοιχειωδώς στα νέα δεδομένα της επιστήμης ή της διδασκαλίας, με αποτέλεσμα να έχει παγιωθεί σ’ αυτές μια κατάσταση, η οποία εξυπηρετεί περισσότερο τα μικροσυμφέροντα των διδασκόντων και τις ισορροπίες των τομέων τους, παρά τις ίδιες τις σχολές και την εκπαίδευση.

 Είναι, επίσης, σαφές ότι το πανεπιστημιακό δυναμικό αναπαράγεται κληρονομικώ δικαίω, αντί να εξελίσσεται παρακολουθώντας τις νέες ανάγκες της επιστήμης. Σπανίως μια θέση ενός απερχόμενου συναδέλφου πηγαίνει σε άλλο αντικείμενο, που την έχει μεγαλύτερη ανάγκη, ή σε νέο αντικείμενο, που για πρώτη φορά εισάγεται. Επαναπροκηρύσσεται στο ίδιο αντικείμενο, ακόμη κι αν είναι παρωχημένο, διότι αυτό επιτάσσουν οι ισορροπίες που έχουν με πολύ κόπο επιτευχθεί μεταξύ συναδέλφων και τομέων, πολλές φορές μετά από οξύτατες πολυετείς αντιδικίες. Και πάντως, ουδέποτε μια τέτοια θέση φεύγει από τον τομέα στον οποίο υπηρετούσε ο απερχόμενος συνάδελφος. Πώς να προσαρμοστεί, λοιπόν, ένα πρόγραμμα σπουδών στις εξελίξεις της επιστήμης κάτω από αυτές τις συνθήκες; Ποιοι θα το διδάξουν;

 Εάν τώρα λάβουμε υπόψη πως οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν στα προγράμματα σπουδών, και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, είναι εκτεταμένες και επαναστατικές, γίνεται αντιληπτό πως το εθισμένο σε «δημοκρατικές» διαδικασίες παράλυσης ελληνικό πανεπιστήμιο θα αδυνατούσε να αποφασίσει ο,τιδήποτε, εάν δεν υπήρχε μια ολιγομελής ομάδα που να μπορεί να το κάνει, αναλαμβάνοντας και τις ευθύνες. Πουθενά δεν εμποδίζεται στο νέο νόμο η πανεπιστημιακή κοινότητα να θεσμοθετήσει όσες δημοκρατικές διαδικασίες θέλει πριν αποφασίσει. Είναι ανάγκη, όμως, το πανεπιστήμιο να γίνει πιο αποτελεσματικό και κάποιος πρέπει να αποφασίζει τελικά, όπως και να φροντίζει για την εφαρμογή των αποφάσεων.

 Είναι αλήθεια πως ο νομοθέτης δεν κρύβει τη δυσπιστία του απέναντι σε συλλογικά όργανα διοίκησης πανεπιστημιακών. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια ότι μέχρι τώρα είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε τα πάντα στο πλαίσιο τέτοιων οργάνων χάριν του πανεπιστημίου και της εκπαίδευσης, αλλά τη δυνατότητα αυτή την σπαταλήσαμε για να εξυπηρετήσουμε δικά μας κυρίως συμφέροντα, τηρώντας ισορροπίες που διασφάλιζαν πρώτα εμάς και μετά το πανεπιστήμιο και το έργο μας.

 Αυτή είναι, δυστυχώς, η αλήθεια και είναι πικρή, αν αναλογιστεί κανείς πως τα σημερινά όργανα διοίκησης έχουν ενισχύσει την ιδιοκτησιακή αντίληψη από την οποία κατά κανόνα διακατέχονται όσοι επηρεάζουν καθοριστικά τις διαδικασίες λήψης σημαντικών αποφάσεων στους τομείς και τα τμήματα. Μεγαλύτερο ψέμα από το «δημόσιο» πανεπιστήμιο δεν ειπώθηκε ποτέ. Διότι το πανεπιστήμιο δεν ανήκει στο Κράτος, αλλά σε αναρίθμητους ιδιοκτήτες, που έχουν περιχαρακώσει το ζωτικό χώρο επιρροής τους, ο οποίος γίνεται σεβαστός χάρη στις ισορροπίες που έχουν επιτύχει στα όργανα διοίκησης.
  
Γι’ αυτό και το νομοσχέδιο αποσκοπεί στο να επαναφέρει τον καθένα μας πίσω στις βασικές του δραστηριότητες, που είναι η εκπαίδευση και η έρευνα. Σήμερα διοικούμε τομείς, τμήματα, σχολές και πανεπιστήμια. Πέραν των ακαδημαϊκών, είμαστε επιφορτισμένοι με πλήθος άλλων διοικητικών, οικονομικών, διαχειριστικών, διεκπεραιωτικών και υλικών ενεργειών, εντελώς άσχετων με το εκπαιδευτικό και ερευνητικό μας έργο. Στο πλαίσιο του νέου αυτοδιοίκητου, καλούμαστε πλέον, αφού επιλέξουμε εκείνους που θ’ ασχοληθούν αποκλειστικά, αποτελεσματικά και υπεύθυνα με την άσκηση διοίκησης, να γυρίσουμε στην έδρα διδασκαλίας, στο εργαστήριο, τη βιβλιοθήκη και τους φοιτητές μας.
  
Δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει στο δημόσιο τομέα ένα σύστημα διοίκησης απόλυτα θωρακισμένο από οποιαδήποτε πολιτική, κομματική ή άλλου τύπου επιρροή, κι ότι τα συμβούλια, οι πρυτάνεις και οι κοσμήτορες θα διοικούν στο εξής χωρίς να λαμβάνουν υπόψη συσχετισμούς και ισορροπίες μέσα κι έξω από το πανεπιστήμιο. Μεταρρυθμίσεις αυτής της εμβέλειας προωθούνται επιτυχημένα από ανθρώπους με όραμα για την Ανώτατη Παιδεία και, στο πλαίσιο του νέου συστήματος, τέτοιοι άνθρωποι θα μπορούν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά. Εμείς θα θέλαμε –και το έχουμε δηλώσει και στο παρελθόν– η πανεπιστημιακή κοινότητα να αναλάβει τις ευθύνες της και να προχωρήσει τη μεταρρύθμιση με τα ήδη εκλεγμένα όργανά της. Αν αυτά δεν τη θέλουν, συγχέουν τη νομιμοποίηση που τους προσέδωσε η εκλογή τους με τη νομιμότητα που περιβάλλει τη θέση τους.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Δήλωση Φώτη Κουβέλη για τις αποφάσεις του Eurogroup


Οι χθεσινές αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής του Eurogroup συνιστούν ένα συμβιβασμό που δίνει μια ανάσα στη χώρα.
Η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, η μείωση των επιτοκίων και η δεκαετής περίοδος χάριτος για το νέο τμήμα του δανείου, είναι σε θετική κατεύθυνση, χωρίς, βέβαια, να αντιμετωπίζουν το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του συνολικού χρέους. Η αγορά ελληνικών ομολόγων από τον Προσωρινό Μηχανισμό Στήριξης στη δευτερογενή αγορά και η μελλοντική παρέμβασή του και για τις άλλες χώρες, αποτελεί εξέλιξη που εντάσσεται στην κατεύθυνση πανευρωπαϊκής αντιμετώπισης των κρίσεων.
Αρνητικό στοιχείο της χθεσινής απόφασης αποτελεί, για μια ακόμη φορά, η επανάληψη της δογματικής προσήλωσης της Ε.Ε. στον «κορσέ» του Συμφώνου Σταθερότητας και η υποχρέωση για έλλειμμα 3% έως το 2013 εν μέσω κρίσης. Γεγονός που εμποδίζει την αναγκαία για τις ευρωπαϊκές οικονομίες ευελιξία.
Η αναφορά της απόφασης σε υποχρέωση της Ελλάδας να δίνει εμπράγματες εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου είναι αρνητική.
Η Δημοκρατική Αριστερά, με βάση την απόφαση του Eurogroup, υπογραμμίζει την ανάγκη προώθησης αναπτυξιακών προγραμμάτων με χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς θεσμούς. Απαιτείται άμεση παρέμβαση και φροντίδα για να προσδιοριστεί το ποσό χρηματοδότησης και κυρίως να υπάρξει ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα για την απορρόφησή του, όπως εδώ και μήνες έχει προτείνει επίμονα η Δημοκρατική Αριστερά.
Η απόφαση του Eurogroup αποτελεί ουσιαστικά επιβεβαίωση της αποτυχίας του Μνημονίου.
Αποδεικνύει ότι λύσεις θα μπορούσαν να είχαν δοθεί νωρίτερα.
Η Δημοκρατική Αριστερά έγκαιρα είχε προτείνει την έκδοση ευρωομολόγου και τη θετική αναδιάρθρωση του συνολικού χρέους. Πρόταση για την οποία η κυβέρνηση κώφευε και άλλες πολιτικές δυνάμεις τη λοιδορούσαν.
Η απόφαση που ελήφθη θα δοκιμαστεί στο εσωτερικό της χώρας από το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και τους εφαρμοστικούς νόμους.
Η Δημοκρατική Αριστερά επιμένει ότι αποτελεί πρωταρχική ανάγκη να διαμορφωθεί ένα κοινωνικό δίχτυ προστασίας για τα αδύναμα στρώματα της κοινωνίας και των ανέργων και να υπάρξει άμεσα δίκαιο φορολογικό σύστημα και μηχανισμοί πάταξης της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας.


Η επί της ουσίας πολιτική ενότητα της Ευρώπης και η Οικονομική Διακυβέρνηση αποτελεί εκκρεμότητα και διεκδίκηση, που σταθερά πρέπει να προωθείται.


22 / 07 / 2011

Επερώτηση στην Βουλή των Ελλήνων για το Νοσοκομείο Ξάνθης



ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
__________________________________________________________
ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τον κ. Υπουργό
Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης

Θέμα: Μήνυση κατά μελών της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείου& Κέντρων Υγείας Ξάνθης

Στις 28/06/11 η Ένωση Ιατρών Νοσοκομείου Ξάνθης (Ε.Ι.ΝΟ.Κ.Υ.Ξ.) έστειλε αναφορά στον εισαγγελέα πρωτοδικών Ξάνθης πληροφορώντας τον για τις επικίνδυνες ελλείψεις που υπάρχουν στο νοσοκομείο , καθώς και για τις ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί.
Συγκεκριμένα ανέφεραν:
  • ήδη από τον Ιανουάριο 2011 η Ε.Ι.ΝΟ.Κ.Υ.Ξ. είχε ενημερώσει προφορικώς τον Διοικητή του Νοσοκομείου Ξάνθης ότι υπάρχει πρόβλημα με τα «κλιπς» ομφαλίου λώρου, επιδεικνύοντας δε σχετική φωτογραφία νεογνού στο οποίο το κλιπς του ομφαλίου λώρου είχε ανοίξει.
  • Την 10/3/2011 η Ε.Ι.ΝΟ.Κ.Υ.Ξ. αφού διαπίστωσε ότι το πρόβλημα παραμένει απέστειλε έγγραφό (το οποίο απευθύνετο στον διοικητή του Νοσοκομείου Ξάνθης, στο Επιστημονικό Συμβούλιο του Νοσοκομείου, στον Διευθυντή Ιατρικής Υπηρεσίας και τους τομεάρχες Παθολογικού και Χειρουργικού Τομέα του Νοσοκομείου), προειδοποιώντας ότι ορισμένα υγειονομικά υλικά καθημερινής χρήσης (Ρινογαστρικοί καθετήρες, Ουροσυλλέκτες, Κλιπς ομφαλίου λώρου, Αποστειρωμένες ποδιές χειρουργείου μιας χρήσεως, Μη αποστειρωμένα γάντια, Φλεβοκαθετήρες) είναι ακατάλληλα έως επικίνδυνα για χρήση στους ασθενείς .
  • Η αντίδραση της διοίκησης ήταν να χαρακτηρίσει την ανακοίνωση ως ψευδή και συκοφαντική.
  • Το πρόβλημα όμως συνεχίστηκε και στις 25/6/2011, όταν σημειώθηκαν 2 περιστατικά αιμορραγίας από τον ομφάλιο λώρο λόγω ελαττωματικού «κλιπς», όπως αναφέρεται στην κοινοποιηθείσα στην Ε.Ι.ΝΟ.Κ.Υ.Ξ. αναφορά των εφημερευόντων γιατρών της Παιδιατρικής την 25/6/2011.

Παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα αστοχίας υλικού είχε επισημανθεί έγκαιρα, με αναφορά της Ε.Ι.ΝΟ.Κ.Υ.Ξ προς την Διοίκηση του Νοσοκομείου, η τελευταία προτιμά με αναφορά προς τον εισαγγελία Ξάνθης να στραφεί εναντίον των γιατρών που εργάζονται σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, για να διασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο παροχής υπηρεσιών υγείας στους ασθενείς.




Κατόπιν των ανωτέρω ερωτάται ο αρμόδιος υπουργός:
  • Είναι σε γνώση του οι συγκεκριμένες ενέργειες της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείου Ξάνθης;
  • Επειδή παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και σε άλλα νοσοκομεία της χώρας, ποια μέτρα προτίθεται να λάβει ώστε να μην υπάρχουν ελλείψεις υλικών ούτε ελαττωματικά προϊόντα;
  • Θεωρείται προτιμότερη η αδιαφορία των ιατρών σε αυτές τις περιπτώσεις, ώστε να αποφύγουν και τις ενδεχόμενες, όπως εν προκειμένω, επιπτώσεις;


Οι ερωτώντες βουλευτές

Θανάσης Λεβέντης


Νίκος Τσούκαλης


Γρηγόρης Ψαριανός





Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Διώξεις γιατρών στο νοσοκομείο Ξάνθης




Με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό του νεογνού που αιμορράγησε από ελλατωματικό υλικό (κλιπ ομφαλίου λώρου-μανταλακι))και την αντιμετώπιση του από τον Διοικητή του Νοσοκομείου Ξάνθης , θέλουμε να επισημάνουμε τα εξής :

Παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα αστοχίας υλικού είχε επισημανθεί έγκαιρα, με αναφορά της Ενωσης Γιατρών Νοσοκομείου και Κέντρων Υγείας Ξάνθης πρός την Διοίκηση του Νοσοκομείου , η τελευταία σε περιόδους κρίσης όπως η σημερινή, προτιμά να στραφεί εναντίον των γιατρών που εργάζονται σε ιδιαίτερα ασχημες συνθήκες, για να διασφαλίσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο παροχών υπηρεσιών υγείας στους ασθενείς, παρά να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν, προκειμένου να στηρίξει το δύσκολο έργο τους, χρησιμοποιώντας μεθόδους τρομοκρατίας και συκοφάντησης εναντίον τους (υποβολή αναφοράς προς την Εισαγγελία Ξάνθης)..

Το θέμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό και απαιτεί ανάλογη αντιμετώπιση από την Διοίκηση, και στον τρόπο λειτουργίας του Νοσοκομείου και κατ επέκταση στην ασφάλεια των ασθενών.
Σε περιόδους κρίσης, η διατήρηση ενός ικανοποιητικού και ασφαλούς επιπέδου παροχής υπηρεσιών δημόσιας υγείας, θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής.

Ξάνθη 20.7.2011

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Πανεπιστήμια: Ας κατεβάσουμε λίγο τους τόνους



Των Ν. Κ. Αλιβιζατου και Αντ. Μανιτακη*, Καθημερινή., 17.7.11
«Ελλείψει ρητών εγγυήσεων και περιορισμών, η αξιολόγηση (των καθηγητών) μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε δίωξη ιδεολογικά και επιστημονικά διαφωνούντων. (…)» Η φράση αυτή δεν διατυπώθηκε στη δεκαετία του 1950, ούτε καν επί χούντας, όταν ο έλεγχος του φρονήματος των καθηγητών πανεπιστημίου ήταν στην ημερήσια διάταξη. Περιλαμβάνεται σε υπόμνημα συναδέλφου συνταγματολόγου προς την τελευταία σύνοδο των πρυτάνεων και αφορά μιαν από τις σημαντικότερες καινοτομίες του νομοσχεδίου της κ. Αννας Διαμαντοπούλου για τα πανεπιστήμια: την υποχρεωτική αξιολόγηση, των καθηγητών ΑΕΙ, σε τακτά διαστήματα, από τη στιγμή που θα μονιμοποιηθούν. Και τούτο, όχι βέβαια για να χάσουν τη θέση τους αν κριθούν «κακοί», ούτε καν για να περικοπούν οι αποδοχές τους, αλλά με πολύ πιο ανώδυνες κυρώσεις: απλώς, σε περίπτωση «εξαιρετικά αρνητικής αξιολόγησης», όπως προβλέπεται, δεν θα μπορούν να συμμετέχουν σε κρίσεις συναδέλφων τους, να διδάσκουν μεταπτυχιακά και να διευθύνουν διδακτορικά.
Παρά ταύτα, η πρώτη αυτή απόπειρα στην ιστορία του ελληνικού πανεπιστημίου να υπαχθούν σε στοιχειώδεις κανόνες και οι άλλοτε τακτικοί καθηγητές χαρακτηρίζεται «καθηγητοκτόνα». «Εκτρωμα» αποκάλεσε άλλος συνάδελφος το νομοσχέδιο της κ. Διαμαντοπούλου –και μάλιστα από επίσημο βήμα και σε εντελώς ακατάλληλη στιγμή–, ενώ χαρακτήρισε «γκαουλάιτερ» τον νέο πρύτανη, ο οποίος θα επωμισθεί το κύριο βάρος για την εφαρμογή του νέου νόμου. Οσο για το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας, εκτοξεύεται από κάθε θιγόμενο σαν να ήταν αντιπαρασιτικό. Ο, τι δεν μας αρέσει, εν τούτοις, δεν είναι εξ αυτού και μόνον του λόγου και αντισυνταγματικό.
Προς τι όμως τόση ένταση; Γιατί τόσο πολλοί, σοβαροί κατά τεκμήριο άνθρωποι, χάνουν τόσο εύκολα την ψυχραιμία τους; Διακυβεύονται άραγε τόσο σημαντικά συμφέροντα, προσβάλλονται τόσο υψηλές αξίες, ώστε να δικαιολογούνται τόσο ακραίες εκφράσεις;
Με το δικαίωμα που μας δίνει η πολύχρονη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο, η ειδικότητά μας και η παρακολούθηση από κοντά όλων των προσπαθειών που έχουν γίνει από το 1982 και μετά για ένα πανεπιστήμιο που να παράγει πρωτότυπη γνώση, να παρέχει παιδεία υψηλής στάθμης και να εξασφαλίζει στους πτυχιούχους του τουλάχιστον μιαν αξιοπρεπή ζωή, θέλουμε να υπενθυμίσουμε μερικές αλήθειες, που θα έπρεπε να είναι αυτονόητες:
- Προβλέποντας ότι τα πανεπιστήμια είναι νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου «με πλήρη αυτοδιοίκηση», το Σύνταγμα δεν επιβάλλει ένα συγκεκριμένο οργανωτικό πρότυπο αυτοδιοίκησης. Αφήνει, αντίθετα, στον νομοθέτη σημαντικά περιθώρια να επιλέγει αυτός τον καλύτερο τρόπο για την οργάνωση των ΑΕΙ, ώστε να εξυπηρετείται καλύτερα η ελευθερία της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας.
- Η οργάνωση των πανεπιστημίων είναι, λοιπόν, θέμα κοινού και όχι συντακτικού νομοθέτη. Αρκεί η νομοθετούσα πολιτεία να σέβεται τις συνταγματικές αρχές της δωρεάν παιδείας, της ακαδημαϊκής ελευθερίας και τον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Κοντολογίς, η αυτοδιοίκηση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για την εξυπηρέτηση της συνταγματικής αποστολής των πανεπιστημίων.
- Ως «πλήρης αυτοδιοίκηση» νοείται η εξουσία των ΑΕΙ να διοικούνται από δικά τους όργανα. Ο τρόπος ανάδειξης των τελευταίων δεν προβλέπεται ούτε, πολύ λιγότερο, επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Εξ άλλου, επειδή τα πανεπιστήμια είναι νομικά πρόσωπα ιδρυματικού και όχι σωματειακού χαρακτήρα (όπως είναι οι δικηγορικοί σύλλογοι), οι πανεπιστημιακοί δεν έχουν ατομικό δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στα πανεπιστημιακά όργανα. Δεν θα πρέπει, τέλος, να συγχέεται η διοίκηση ενός πανεπιστημίου με τη διακυβέρνηση μιας πολιτείας ή ενός δήμου, η οποία στηρίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
- Σε κάθε κλάδο, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι δεν είναι οι καταλληλότεροι να αξιολογούν τις επιδόσεις τους. Χρειάζεται και η γνώμη τρίτων, που βλέπουν εξ ορισμού πιο αντικειμενικά τα πράγματα. Αυτό ισχύει σήμερα σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου. Σε μας μάλιστα έχει κριθεί ότι, παρά το άρθρο 16, η συμμετοχή εξωτερικών εκλεκτόρων στις κρίσεις των πανεπιστημιακών δεν αντιβαίνει προς την αυτοδιοίκησή τους (ΣτΕ 32/2009).
- Οταν δεν υπάρχει διαφάνεια και λογοδοσία, υπάρχει συναλλαγή. Και λογοδοσία δεν μπορεί να υπάρξει, όταν ελέγχων και ελεγχόμενος ταυτίζονται. Πώς μπορεί ο πρύτανης ή ο πρόεδρος ενός τμήματος να ελέγξει σοβαρά έναν συνάδελφό του για παραμέληση των καθηκόντων του, όταν εξαρτάται άμεσα από αυτόν;
- Είναι αδιανόητο να προβλέπεται πανομοιότυπο οργανωτικό πλαίσιο για ένα μικρό πανεπιστήμιο και για ένα μεγάλο. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης δεν έχουν πολλά κοινά με το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και, ακόμη λιγότερα, με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, που λειτουργεί σε πέντε διαφορετικά νησιά. Θα ήταν συνεπώς προτιμότερο να υπάγονται σε διαφορετικούς κανόνες, που να παίρνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητές τους. Ορίζοντας ότι τα ΑΕΙ λειτουργούν «σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους», το Σύνταγμα (άρθρο 16§5) επιτρέπει τη διαφοροποίησή τους. Και είναι κρίμα που, έως σήμερα, ο νομοθέτης δεν εκμεταλλεύθηκε αυτή την ευχέρεια.
- Το «δημοκρατικό» πανεπιστήμιο δεν είναι, τέλος, απαραιτήτως και «καλό». Τα πολυμελή συλλογικά όργανα ενδέχεται πράγματι να είναι αντιπροσωπευτικά, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μπορεί να λειτουργήσουν και αποτελεσματικά. Φοβούμενη τους δαίμονες του αυταρχικού μας παρελθόντος, η γενιά μας δεν συνειδητοποίησε ώς τώρα ότι κάθε καλός καθηγητής δεν μπορεί να είναι και καλός πρύτανης. Στις μέρες μας, πέραν του ήθους, της ακεραιότητας και της επιστημοσύνης, ο τελευταίος πρέπει να έχει και ικανότητες να διοικεί έναν πολύπλοκο οργανισμό.
Δεν είναι βέβαιο ότι το νομοσχέδιο της κ. Διαμαντοπούλου απαντά επιτυχώς σε όλες τις ανωτέρω προκλήσεις. Και σκοτεινά σημεία έχει και βελτιώσεις επιδέχεται. Το υπουργείο οφείλει να ακούσει, να διαλεχθεί ειλικρινώς και να λάβει υπ’ όψιν πολλές από τις διατυπωθείσες αντιρρήσεις.
Δεν είναι λίγοι οι Ελληνες πανεπιστημιακοί που, παρά τις γνωστές αντιξοότητες, δημιούργησαν θυλάκους ποιότητας στο πανεπιστήμιο του νόμου του 1982. Θα ήταν κρίμα αν, για τις ανάγκες μιας ισοπεδωτικής (και γι’ αυτό άδικης) κριτικής οι θύλακοι αυτοί αγνοούνταν. Εξ ίσου όμως άδικο θα ήταν τα λιγοστά αυτά παραδείγματα να τα επικαλούμαστε για να δικαιολογούμε τα αδικαιολόγητα και για να εξιδανικεύουμε μια πραγματικότητα, που, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι γκρίζα. Γι’ αυτό, ας κατεβάσουμε λίγο τους τόνους και, με αφορμή την τελευταία αυτή προσπάθεια, ας αναστοχαστούμε τον ρόλο μας.
* Οι κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος και Αντ. Μανιτάκης είναι καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αντιστοίχως.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Ανακοίνωση του Τομέα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής της ΔΗΜΑΡ για την ανάγκη έκτακτης σύγκλησης της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε


.
Η Ευρώπη χρειάζεται μια Σύνοδο Κορυφής που θα αναλάβει πρωτοβουλίες και όχι μια ακόμα Σύνοδο που θα ακολουθεί τις εξελίξεις.

Εδώ και αρκετές εβδομάδες, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται προς τις πιο ευάλωτες χώρες της ζώνης του ευρώ. Οι οίκοι αξιολόγησης ρίχνουν συνεχώς λάδι στη φωτιά και η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες, δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις παράλογες απαιτήσεις τους. Είναι αναγκαία μια έκτακτη Σύνοδος Κορυφής για ανάληψη πρωτοβουλιών και επείγουσας δράσης για ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση. Η Ευρώπη πληρώνει τώρα το τίμημα του δισταγμού των συντηρητικών ηγετών της με τις εξαιρετικά αργές και ανεπαρκείς αντιδράσεις τους. Η αναβλητικότητα δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Η Ευρώπη πρέπει να δείξει τώρα την αλληλεγγύη που είναι απαραίτητη, διαφορετικά η κρίση θα επιδεινώνεται απειλώντας το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας και όλες τις χώρες της ηπείρου.
Είναι επείγον να καθοριστούν τα ποσά που απαιτούνται και οι όροι της αναχρηματοδότησης για την Ελλάδα, προκειμένου να αποφευχθεί η επέκταση της κρίσης και να ενισχυθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.

Η Ευρώπη πρέπει άμεσα να προχωρήσει στην έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων, σε φορολόγηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών και στην ίδρυση μιας δημόσιας υπηρεσίας αξιολόγησης και εποπτείας των ιδιωτικών φορέων αξιολόγησης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κερδοσκοπίας.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Ενα πλοίο για την Γάζα

Δευτέρα, 27 Ιουν. 2011 .«Η αλληλεγγύη στον παλαιστινιακό λαό και ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου επιβάλλουν ανεμπόδιστη διέλευση στο Στόλο της Ελευθερίας για τη Γάζα». 














Ο αποκλεισμός της Γάζας, που επιβλήθηκε από το 2005, είναι μια απαράδεκτη κατάσταση, που έχει καταδικαστεί από όλους τους διεθνείς οργανισμούς στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου. Η ισραηλινή κυβέρνηση κρατά όμηρο, σε μια μικρή περιοχή, ενάμιση εκατομμύριο άμαχο πληθυσμό, που ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας έχοντας βιώσει τους βομβαρδισμούς του 2009 και 2010. Η επιβολή της ανεμπόδιστης διέλευσης του διεθνούς Στόλου της Ελευθερίας που μεταφέρει ανθρωπιστική βοήθεια ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τον παλαιστινιακό λαό, είναι το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν οι δυτικές χώρες και τα Ηνωμένα Έθνη απέναντι στην ισραηλινή αυθαιρεσία και τη μέχρι σήμερα αποτυχία τους να θέσουν τέρμα στη βαρβαρότητα του αποκλεισμού. 
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ υπενθυμίζει στην ελληνική κυβέρνηση πως έχει καθήκον να προστατεύσει τους έλληνες πολίτες που συμμετέχουν, παρεμβαίνοντας στις ισραηλινές αρχές για την αποφυγή οποιασδήποτε επικίνδυνης κλιμάκωσης. 

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ προσηλωμένη στην εδραίωση της ειρήνης στην περιοχή, υποστηρίζει την ύπαρξη ενός βιώσιμου και κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο κράτος του Ισραήλ, με εγγυημένη την ύπαρξη και την ασφάλειά του σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και τη σταθερή θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αμοιβαία αναγνώριση των δύο κρατών



Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Εδώ παπάς, εκεί παπάς.....παντού παπάς!















Το ρεπορτάζ (skai.gr): 
Δεν τίθεται θέμα διακοπής ή περικοπών στη μισθοδοσία των κληρικών, από το κράτος, είπε σύμφωνα με πληροφορίες, ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και υπουργός Οικονομικών, Ευάγγελος Βενιζέλος, κατά τη διάρκεια της συναντήσεως του σήμερα με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο και τα μέλη της ΔΙΣ. Φέρεται μάλιστα να είπε ότι το ζήτημα είναι ηθικό και πως από ένα τέτοιο ενδεχόμενο το ποσό που θα εξοικονομούσε το Κράτος δεν θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Με τον τρόπο αυτό, όπως αναφέρουν συνοδικές πηγές, ο υπουργός θέλησε να καθησυχάσει τους ιερείς από τις πληροφορίες που ήθελαν την Κυβέρνηση να σχεδιάζει περικοπές ή ακόμα και τη διακοπή της μισθοδοσίας τους από το Κράτος. 


Το θέμα  είναι "ηθικό". Είναι "ηθικό" λοιπόν να κόβονται μισθοί και συντάξεις, να χάνονται καθημερινά θέσεις εργασίας, να κλείνουν επιχειρήσεις, να στριμώχνονται καθημερινά στον ΟΑΕΔ εκατοντάδες άνθρωποι για το κουτσουρεμένο 'επίδομα ανεργίας", αλλά ένας οργανισμός, μια ιδιωτική επιχείρηση, η Εκκλησία ΑΕ, με υπαλλήλους που δεν παράγουν κάτι, με τεράστια αφορολόγητη και αναξιοποίητη περιουσία, να εξακολουθεί εισπράττων απο το κράτος (από όλους τους φορολογούμενους δηλαδή) ένα τεράστιο ποσό κάθε μήνα για τους μισθούς των υπαλλήλων της. Αυτό το γεγονός, μαζί με τις τεράστιες και μιζοβόρες "αμυντικές" δαπάνες που εξαιρούνται απο τα διάφορα μνημόνια, έχει "ηθική¨διάσταση κατά τον  Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης.

Και το ερώτημα που ανακύπτει είναι....γιατι άραγε? Σ αυτήν την τόσο κρίσιμη φάση , που ανατρέπονται και κατακρημνίζονται παγιωμένες και καθιερωμένες επι δεκαετίες "κατακτήσεις" των εργαζομένων, όπου αλλάζουν οικογενειακοί προγραμματισμοί, που περνούν καθημερινά στην φτώχεια χιλιάδες συμπολίτες και πολλοί απ αυτούς αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας, που η χώρα αντιμετωπίζει την απειλη της χρεωκοπίας και αναζητά και το τελευταίο ευρώ που μπορεί να εξοικονομήσει-τουλάχιστον αυτό είναι στις προθέσεις των κρατούντων-θα εξακολουθεί να πληρώνει μια ιδιωτική στην ουσία της επιχείρηση, η οποία δεν παράγει τίποτα και όταν η ίδια έχει όλες τις προυποθέσεις να πληρώνει η ίδια τους υπαλλήλους της. Μα όλες.

Και το ζήτημα δεν έχει καμμία σχέση με το υποτιθέμενο θρησκευτικό συναίσθημα και ανάγκη πολλών συμπολιτών μας (τεράστιο ζήτημα κι αυτό , αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας), που η ανάγκη κάλυψης του έχει πολλούς και ιδιωτικούς προσωπικούς τρόπους να "ικανοποιηθεί", αλλά με την δημόσια , αναγκαστική πρόσδεση όλων μας σε ένα μηχανισμό παραγωγής "ελπίδων", που πολλοί από μας δεν επιθυμούν, να τον πληρώνουν με το υστέρημα τους, παγιώνοντας έτσι για "ηθικούς"λόγους, μια κατάσταση που δεν "ταιριάζει" με την εικόνα μιας χώρας που βρίσκεται στο "χείλος του γκρεμού".

Φαίνεται πως οι ¨αγιες" ψήφοι είναι ισχυρότερο επιχείρημα απο την προσπάθεια για την οικονομική σωτηρία της Ελλάδας.


Σόλων Σαρακενίδης