του Γιώργου Σιακαντάρη
Κανείς πλέον δεν μπορεί να αμφιβάλλει μετά και την
«αποκάλυψη» Μπαλτάκου ότι όχι μόνο κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας που το λένε και πολιτικό-κομματικό σύστημα, αλλά ότι με τη συνέχιση αυτού του συστήματος, ακόμη και αν βγούμε στις αγορές, αυτή θα είναι μια όαση της φαντασίας στην έρημο.
Η συζήτηση του Μπαλτάκου με τον Κασιδιάρη δείχνει τις κρυφές διαδρομές που συνδέουν τη ΝΔ με την ξενοφοβία και το νεοναζιστικό κόμμα. Το δε υβρεολόγιο του κατά του Πρωθυπουργού, του ανθρώπου που τον διόρισε στη θέση του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, όπως και οι κατά καιρούς δηλώσεις του άλλου «εθνικιστή» της ΝΔ του Φαήλου Κρανιδιώτη, αποδεικνύουν και την απευθείας σχέση τους όχι μόνο με την Ακροδεξιά, αλλά και με το «κόμμα της αγένειας». Ο γεμάτος με θρησκευτικές εικόνες τοίχος στο γραφείο του κυρίου Μπαλτάκου, σε συνδυασμό με τις ανεπίτρεπτες ύβρεις, δείχνει και το μέγεθος της υποκρισίας. Δεν αξίζει αυτός ο τόπος τέτοιους πολιτικό σύστημα.
Ένα σύστημα που δείχνει καθημερινά ότι δεν ενδιαφέρεται να απαντήσει στο ερώτημα ποιο πρέπει να είναι το μελλοντικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Σε κάθε σύγχρονη Δημοκρατία δυο είναι οι γενικές προτάσεις, οι οποίες αφορούν το μέλλον του εκάστοτε παραγωγικού μοντέλου. Η μια αφορά τη συγκρότηση ενός δεξιού και κεντροδεξιού πόλου σύμφωνα με τον οποίο η ελεύθερη αγορά από μόνη της οδηγεί στην ανάπτυξη, ενώ το υπερφορτωμένο κράτος μόνο καταπιέζει. Γι’ αυτήν την αντίληψη η ανάπτυξη έρχεται από το μικρότερο κράτος και την απαλλαγή του επιχειρηματικού χώρου από την υψηλή φορολογία και τις μεγάλες ασφαλιστικές εισφορές. Η δεύτερη αφορά τη σοσιαλδημοκρατική αφήγηση σύμφωνα με την οποία η δημιουργία ενός ισχυρού κράτους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών σε συνδυασμό με την ενίσχυση της επενδυτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη, περισσότερα έσοδα, αναδιανομή και λιγότερες ανισότητες.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι σήμερα στο πολιτικό μας σύστημα φαίνεται να διαμορφώνεται όχι τόσο ένας μικρότερος, αλλά ένας παρά φύση δικομματισμός. Αυτός δεν διευκολύνει να επικεντρωθεί η συζήτηση σ’ αυτές τις δυο μεγάλες προτάσεις, οι οποίες δείχνουν και τη διαφορά μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.
Η πρώτη πλευρά του προαναφερθέντος παρά φύσιν δικομματισμού αφορά το γεγονός ότι ενώ η χώρα έχει ανάγκη μιας Δεξιάς Παράταξης, η οποία θα μπορεί να κάνει συμμαχίες στρατηγικής σημασίας με το Φιλελεύθερο Κέντρο, αυτή έχει αφύσικους «συμμάχους» είτε προς τους θαυμαστές της Ρωμιοσύνης του Κασιδιάρη, είτε στρατηγική συνεργασία με τμήμα της Κεντροαριστεράς.
Ποτέ δεν ήταν πιο επιτακτική από όσο σήμερα, μετά και την αποκάλυψη Μπαλτάκου η δημιουργία ενός Φιλελεύθερου Κέντρου (εντός ή και εκτός της ΝΔ) ως φυσικού συμμάχου της Δεξιάς. Το Φιλελεύθερο Κέντρο αποτελεί συστατικό στοιχείο της σύγχρονης Κεντροδεξιάς. Όσοι το εντάσσουν στις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς μάλλον βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση για το τι εκφράζει κάθε μια από αυτές τις δυο έννοιες. Ας ρωτήσουν την Ντόρα Μπακογιάννη να τους εξηγήσει τις διαφορές.
Η άλλη πλευρά του παρά φύσιν δικομματισμού είναι ότι έχουμε μια πρωτίστως λαϊκίστικη, πολωτική και εξίσου αγενή σε πολλές περιπτώσεις Αριστερά, όπως αυτή εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία δεν έχει συμμάχους, παρά μόνο στο χώρο της Ακροδεξιάς των Ανεξάρτητων Ελλήνων (που κάτι θα έχουν καταλάβει όσοι την αποκαλούν «ψεκασμένη». Η «κεντροαριστερή» Ελιά, επίσης έχει ανοικτό μέτωπο μόνο κατά της Αριστεράς.
Για να εξορθολογιστεί το πολιτικό μας σύστημα, εκτός από την πολιτική λειτουργία ενός Φιλελεύθερου Κέντρου, χρειάζεται να δημιουργηθεί και ένας ισχυρός σοσιαλδημοκρατικός πόλος ως στρατηγικός σύμμαχος αριστερών προτάσεων διακυβέρνησης. Αυτός ο πόλος δεν έχει ανάγκη το Φιλελεύθερο Κέντρο, χρειάζεται όμως να «βυθιστεί» στις αξίες του Φιλελευθερισμού. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να ενισχυθούν ιδεολογικά και εκλογικά οι ιδέες και οι αξίες της Σοσιαλδημοκρατίας και της Ανανεωτικής Δημοκρατικής Αριστεράς, (εν πολλοίς εκφράζονται στον χώρο της ΔΗΜΑΡ. Με την προϋπόθεση όμως ότι αυτές οι αξίες θα δέσουν και με συγκεκριμένη πρόταση εξουσίας για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Το Ποτάμι δεν αποτελεί την απάντηση σ’ αυτόν τον παρά φύσιν δικομματισμό. Όχι βεβαίως γιατί είναι προϊόν διαπλοκής, αλλά γιατί είναι προϊόν ενός αντιπολιτικού πνεύματος, που όπως πολύ πολιτικά δήλωσε ο Γραμματέας του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης γεννιέται «από την κρίση εμπιστοσύνης» προς τα κόμματα και την πολιτική.
«αποκάλυψη» Μπαλτάκου ότι όχι μόνο κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας που το λένε και πολιτικό-κομματικό σύστημα, αλλά ότι με τη συνέχιση αυτού του συστήματος, ακόμη και αν βγούμε στις αγορές, αυτή θα είναι μια όαση της φαντασίας στην έρημο.
Η συζήτηση του Μπαλτάκου με τον Κασιδιάρη δείχνει τις κρυφές διαδρομές που συνδέουν τη ΝΔ με την ξενοφοβία και το νεοναζιστικό κόμμα. Το δε υβρεολόγιο του κατά του Πρωθυπουργού, του ανθρώπου που τον διόρισε στη θέση του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, όπως και οι κατά καιρούς δηλώσεις του άλλου «εθνικιστή» της ΝΔ του Φαήλου Κρανιδιώτη, αποδεικνύουν και την απευθείας σχέση τους όχι μόνο με την Ακροδεξιά, αλλά και με το «κόμμα της αγένειας». Ο γεμάτος με θρησκευτικές εικόνες τοίχος στο γραφείο του κυρίου Μπαλτάκου, σε συνδυασμό με τις ανεπίτρεπτες ύβρεις, δείχνει και το μέγεθος της υποκρισίας. Δεν αξίζει αυτός ο τόπος τέτοιους πολιτικό σύστημα.
Ένα σύστημα που δείχνει καθημερινά ότι δεν ενδιαφέρεται να απαντήσει στο ερώτημα ποιο πρέπει να είναι το μελλοντικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Σε κάθε σύγχρονη Δημοκρατία δυο είναι οι γενικές προτάσεις, οι οποίες αφορούν το μέλλον του εκάστοτε παραγωγικού μοντέλου. Η μια αφορά τη συγκρότηση ενός δεξιού και κεντροδεξιού πόλου σύμφωνα με τον οποίο η ελεύθερη αγορά από μόνη της οδηγεί στην ανάπτυξη, ενώ το υπερφορτωμένο κράτος μόνο καταπιέζει. Γι’ αυτήν την αντίληψη η ανάπτυξη έρχεται από το μικρότερο κράτος και την απαλλαγή του επιχειρηματικού χώρου από την υψηλή φορολογία και τις μεγάλες ασφαλιστικές εισφορές. Η δεύτερη αφορά τη σοσιαλδημοκρατική αφήγηση σύμφωνα με την οποία η δημιουργία ενός ισχυρού κράτους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών σε συνδυασμό με την ενίσχυση της επενδυτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη, περισσότερα έσοδα, αναδιανομή και λιγότερες ανισότητες.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι σήμερα στο πολιτικό μας σύστημα φαίνεται να διαμορφώνεται όχι τόσο ένας μικρότερος, αλλά ένας παρά φύση δικομματισμός. Αυτός δεν διευκολύνει να επικεντρωθεί η συζήτηση σ’ αυτές τις δυο μεγάλες προτάσεις, οι οποίες δείχνουν και τη διαφορά μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.
Η πρώτη πλευρά του προαναφερθέντος παρά φύσιν δικομματισμού αφορά το γεγονός ότι ενώ η χώρα έχει ανάγκη μιας Δεξιάς Παράταξης, η οποία θα μπορεί να κάνει συμμαχίες στρατηγικής σημασίας με το Φιλελεύθερο Κέντρο, αυτή έχει αφύσικους «συμμάχους» είτε προς τους θαυμαστές της Ρωμιοσύνης του Κασιδιάρη, είτε στρατηγική συνεργασία με τμήμα της Κεντροαριστεράς.
Ποτέ δεν ήταν πιο επιτακτική από όσο σήμερα, μετά και την αποκάλυψη Μπαλτάκου η δημιουργία ενός Φιλελεύθερου Κέντρου (εντός ή και εκτός της ΝΔ) ως φυσικού συμμάχου της Δεξιάς. Το Φιλελεύθερο Κέντρο αποτελεί συστατικό στοιχείο της σύγχρονης Κεντροδεξιάς. Όσοι το εντάσσουν στις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς μάλλον βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση για το τι εκφράζει κάθε μια από αυτές τις δυο έννοιες. Ας ρωτήσουν την Ντόρα Μπακογιάννη να τους εξηγήσει τις διαφορές.
Η άλλη πλευρά του παρά φύσιν δικομματισμού είναι ότι έχουμε μια πρωτίστως λαϊκίστικη, πολωτική και εξίσου αγενή σε πολλές περιπτώσεις Αριστερά, όπως αυτή εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία δεν έχει συμμάχους, παρά μόνο στο χώρο της Ακροδεξιάς των Ανεξάρτητων Ελλήνων (που κάτι θα έχουν καταλάβει όσοι την αποκαλούν «ψεκασμένη». Η «κεντροαριστερή» Ελιά, επίσης έχει ανοικτό μέτωπο μόνο κατά της Αριστεράς.
Για να εξορθολογιστεί το πολιτικό μας σύστημα, εκτός από την πολιτική λειτουργία ενός Φιλελεύθερου Κέντρου, χρειάζεται να δημιουργηθεί και ένας ισχυρός σοσιαλδημοκρατικός πόλος ως στρατηγικός σύμμαχος αριστερών προτάσεων διακυβέρνησης. Αυτός ο πόλος δεν έχει ανάγκη το Φιλελεύθερο Κέντρο, χρειάζεται όμως να «βυθιστεί» στις αξίες του Φιλελευθερισμού. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να ενισχυθούν ιδεολογικά και εκλογικά οι ιδέες και οι αξίες της Σοσιαλδημοκρατίας και της Ανανεωτικής Δημοκρατικής Αριστεράς, (εν πολλοίς εκφράζονται στον χώρο της ΔΗΜΑΡ. Με την προϋπόθεση όμως ότι αυτές οι αξίες θα δέσουν και με συγκεκριμένη πρόταση εξουσίας για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Το Ποτάμι δεν αποτελεί την απάντηση σ’ αυτόν τον παρά φύσιν δικομματισμό. Όχι βεβαίως γιατί είναι προϊόν διαπλοκής, αλλά γιατί είναι προϊόν ενός αντιπολιτικού πνεύματος, που όπως πολύ πολιτικά δήλωσε ο Γραμματέας του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης γεννιέται «από την κρίση εμπιστοσύνης» προς τα κόμματα και την πολιτική.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της Μεταρρύθμισης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου