του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη
Μια πρώτη αποτίμηση, με πολλούς αποδέκτες
Μετά από μακρά κυοφορία σε όλους τους πολιτικούς χώρους το τοπίο των επερχόμενων αυτοδιοικητικών εκλογών έχει ξεκαθαρίσει και οι πρωταγωνιστές βρίσκονται στην αφετηρία. Θα άξιζε λοιπόν τον κόπο να επιχειρήσουμε μια πρώτη κριτική αποτίμηση της πολιτικής αντιμετώπισης αυτών των εκλογών, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αξιωματική αντιπολίτευση:
Α. Όσον αφορά την κυβέρνηση, το πρώτο που έχει να παρατηρήσει κανείς είναι η ανεκδιήγητη θεσμική πολιτική του Υπουργείου Εσωτερικών, όλο το τελευταίο διάστημα, με μοναδικό στόχο να υποβαθμίσει την ευρύτερη πολιτική σημασία των δημοτικών εκλογών και να τις υποτάξει σε μικροκομματικές σκοπιμότητες. Το πρώτο (και ευτυχώς ατελέσφορο) βήμα έγινε με την προσπάθεια αλλαγής του εκλογικού συστήματος, προκειμένου να επανέλθει το αντιδημοκρατικό 42%, ως όριο ανάδειξης δημάρχων και περιφερειαρχών, και να προσωποποιηθεί εντελώς η τοπική πολιτική διαμάχη. Προφανώς έχει τη σημασία της η διευκόλυνση της ανάδειξης προσωπικοτήτων σε τοπικό επίπεδο. Αυτό όμως μπορεί να γίνει (όπως θα δείξουμε με συγκεκριμένη σχετική πρόταση), χωρίς να αλλοιωθεί ο πολιτικός κατά βάση χαρακτήρας των τοπικών εκλογών, ο οποίος προϋποθέτει πολιτικά συλλογικά υποκείμενα, τα οποία επεξεργάζονται θέσεις και προτάσεις τοπικής πολιτικής, και όχι απλή επιλογή προσώπων, που μας ξαναγυρίζει στον ατομοκεντρισμό του 19ου αιώνα. Εξ άλλου, για να μην έχουμε αυταπάτες, σε όλες τις προηγμένες δημοκρατικές χώρες οι τοπικές εκλογές είναι εντονότατα πολιτικές ενώ για τις περιφέρειες ως επί το πλείστον είναι ταυτόχρονα και κομματικές, αφού στον εκλογικό στίβο τους κατέρχονται, κατά την σχετική νομοθεσία, αυτοδιοικητικοί σχηματισμοί που όχι μόνον έχουν κομματικό χρίσμα αλλά και φέρουν τον τίτλο των εθνικών κομμάτων.
Η δεύτερη μεθόδευση της κυβέρνησης αφορά την μετάθεση των ευρωεκλογών στον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, και μάλιστα με τροπολογία στον Καλλικράτη, όταν έγινε κατανοητό ότι οι σχετικές ερμηνευτικές ακροβασίες του υπουργείου όχι μόνο προκαλούσαν θυμηδία αλλά και έθεταν ευθέως θέμα νομιμότητας των εκλογών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η μεθόδευση αυτή αντιμετωπίσθηκε με συγκατάβαση από όλο τον φιλοκυβερνητικό Τύπο -και ιδίως από τα τηλεοπτικά μέσα- παρότι συνεπάγεται την απώλεια αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία προφανώς θεωρήθηκαν μικρή θυσία στον βωμό των ιδιοτελών επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων.
Αν στα ανωτέρω προσθέσουμε και την απόπειρα να αλλάξουν τα σύνορα των νησιωτικών δήμων λίγο πριν από τις εκλογές αλλά και τον προσδιορισμό της προεκλογικής περιόδου σε δύο μήνες, που επίσης άλλαξε στη συνέχεια με τροπολογία, έχουμε μια πρώτη εικόνα ενός αλλοπρόσαλλου Υπουργείου, του οποίου η ηγεσία είναι προφανές ότι επελέγη με καθαρά μικροπολιτικά κριτήρια, χωρίς κανένα πραγματικό ενδιαφέρον για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Έχοντας ασχοληθεί για πολλά χρόνια, επιστημονικά και δικηγορικά, με τον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και έχοντας γνωρίσει το έργο όλων των πολιτικών ηγεσιών του Υπουργείου σε βάθος εικοσαετίας, δεν αντέχω στον πειρασμό να επισημάνω ότι πρώτη φορά συναντώ μια πολιτική ηγεσία τόσο άσχετη με τα θέματά της, τόσο ανύπαρκτη από άποψη έργου και συνάμα τόσο αδίστακτη σε μικροκομματικούς σχεδιασμούς. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τα καθαρά κομματικά κριτήρια που επικράτησαν παντού (παρά τις ουκ ολίγες νηφάλιες αντιδράσεις.), στην επιλογή των υποψηφίων της Νέας Δημοκρατίας, με την επιλογή επίσης άσχετων με την αυτοδιοίκηση βουλευτών και πολιτευτών, έχουμε μια πλήρη εικόνα απαξίωσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που σηματοδοτεί το κυβερνητικό στρατόπεδο και ιδίως η Νέα Δημοκρατία.
Β. Στον χώρο της αντιπολίτευσης το ενδιαφέρον εντοπίζεται εύλογα στην πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία είχε μια μοναδική ευκαιρία να αναδείξει έναν εναλλακτικό αυτοδιοικητικό λόγο, που θα συνέθετε ευρύτερες πολιτικές πλειοψηφίες σε μια προοπτική ουσιαστικής αναβάθμισης των θεσμών της τοπικής δημοκρατίας αλλά και πλήρους και ανοιχτόμυαλης αξιοποίησης όλων των πολιτικών στελεχών που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια τέτοια αναβάθμιση. Ωστόσο, η πολιτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης κινήθηκε ακριβώς στον αντίποδα μιας τέτοιας επιλογής (όπως άλλωστε συνέβη έως τώρα σε όλους τους μαζικούς χώρους, επιμελητήρια κλπ, με τελευταίο κραυγαλέο παράδειγμα τον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας.). Ο ΣΥΡΙΖΑ ξέχασε ότι είναι ένα κόμμα που εκπροσωπεί ήδη το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος και αποβλέπει στην κατάκτηση της πλειοψηφίας, κινούμενος με μια λογική έντονα «σεχταριστική» και βαθύτατα μυωπική. Ειδικότερα:
Ο ισοπεδωτικός αφορισμός της ηγεσίας του, περί «βλαχοδημάρχων του ΠΑΣΟΚ», συνοδεύθηκε από ένα πλέγμα στενόμυαλων κριτηρίων που απέκλειε εξ ορισμού μια πλειάδα αξιόλογων και έντιμων αυτοδιοικητικών στελεχών, πρώτον γιατί δεν είχαν προσχωρήσει εξ αρχής -και μάλιστα πλήρως και ανεπιφύλακτα- στην αντιμνημονιακή ρητορεία και δεύτερον γιατί δεν είχαν πει το «απεταξάμην» για τον Καλλικράτη (ο οποίος, παραδόξως, βαφτίσθηκε επίσης «μνημονιακός» παρότι στις βασικές του αρχές -που είναι σωστές- αποτελούσε πρόταση ολόκληρου σχεδόν του αυτοδιοικητικού χώρου, διά των θεσμικών φορέων του, ήδη μια δεκαετία πριν από την κρίση.). Με άλλα λόγια, για να συνεργασθεί με κάποιο αυτοδιοικητικό στέλεχος ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε είτε να ανήκει στο ΚΚΕ ή στους Ανεξάρτητους Έλληνες (που υιοθετούν τα ίδια κριτήρια.) είτε να κάνει -και μάλιστα μετά βδελυγμίας.- σχετική δήλωση «αντιμνημονιακών» και «αντικαλλικρατικών» φρονημάτων.
Αντί λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει το επιβαλλόμενο άνοιγμα προς αξιόλογα αυτοδιοικητικά στελέχη, με κριτήριο την ουσιαστική προοδευτική στάση, την εντιμότητα και την διαθεσιμότητα να συστρατευθούν σε μια προσπάθεια ριζικής αναβάθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (με τροποποιήσεις βέβαια και του Καλλικράτη, όπου χρειασθεί, βάσει και των νέων δεδομένων), κλείσθηκε σαν στρείδι στον εαυτό του και στηρίχθηκε σε στελέχη τα οποία το μόνο κριτήριο που πληρούν είναι η «αριστερή καθαρότητα», η οποία δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις, όπως συμβαίνει και με τη Βουλή, είναι μια απλή αριστερή ρητορεία. Από εκεί και πέρα τα στελέχη αυτά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στερούνται ευρύτερης εμβέλειας και έχουν προφανές έλλειμμα διοικητικών ικανοτήτων, με αποτέλεσμα να προκαλείται εύλογος σκεπτικισμός, ενίοτε δε και θυμηδία, ακόμη και σε ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (πολλώ δε μάλλον αν αναλογισθεί κανείς το «αντιμνημονιακό» φιάσκο της Δυτικής Μακεδονίας αλλά και το ότι, στην μοναδική περίπτωση που επιχείρησε κάποιο άνοιγμα, το μόνο που κατάφερε ήταν να τραυματίσει μια καθ'όλα αξιόλογη υποψηφιότητα.).
Θα μπορούσε ίσως κανείς να κατανοήσει, σε συμβολικό επίπεδο, μια στενή κομματική υποψηφιότητα στην περιφέρεια της Αττικής, παρότι ο Γιάννης Σγουρός, που θα είναι όπως φαίνεται ο βασικός αντίπαλος, έχει κατά βάση αυτοδιοικητικά και όχι στενά πολιτικά χαρακτηριστικά (μη ταυτιζόμενος σε καμία περίπτωση με το κόμμα που τον είχε προτείνει την προηγούμενη φορά.). Από εκεί και πέρα, όμως, αναρωτιέται κανείς: δεν έπρεπε να πρυτανεύσει μια λογική που θα μπορούσε να αποτελέσει πρόκριμα γενικότερων εξελίξεων και να δώσει ένα ευρύτερο μήνυμα για μελλοντική κυβερνητική προοπτική;
Δεν έχει νόημα να αναφερθούμε στα ονόματα των πολλών εν ενεργεία δημάρχων (είτε από την κίνηση των 5 είτε ευρύτερα) αλλά και κάποιων περιφερειαρχών που θα μπορούσαν να υποστηριχθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ, με παράλληλες ανοιχτόμυαλες προτάσεις και προς άλλες προσωπικότητες του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, ώστε να αλλάξει ριζικά ο αυτοδιοικητικός χάρτης της χώρας αλλά και να επιτευχθούν συγκεκριμένοι εναλλακτικοί προγραμματικοί στόχοι, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, στους τομείς της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Θα σταθώ όμως σε μια περίπτωση, που κατά την άποψή μου είναι το αποκορύφωμα μιας μίζερης και μικρόψυχης πολιτικής (όχι μόνον του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΠΑΣΟΚ, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.). Γιατί δεν υποστηρίχθηκε ο Μάρκος Μπόλαρης στην Κεντρική Μακεδονία; Υπήρχε ιδανικότερη υποψηφιότητα για να συμβολίσει -και μάλιστα σε συντηρητική περιοχή- μια πολιτική συμμαχιών που μπορεί, διευρυνόμενη σε όλους τους χώρους, να οδηγήσει στην αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών και στην διαμόρφωση μιας ευρύτατης προοδευτικής πλειοψηφίας;
Συμπερασματικά, αν η πολιτική της κυβέρνησης για την αυτοδιοίκηση είναι η αποθέωση της αδίστακτης μικροπολιτικής, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι καταφανώς κοντόφθαλμη και εν πολλοίς αυτοκτονική, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια, σχεδόν νομοτελειακά, σε μια ευρεία πολιτική ήττα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, με ενδεχόμενη επίπτωση και στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών.
Από αυτή την άποψη, η επόμενη μέρα των εκλογών θα είναι για όλους μια μεγάλη ευκαιρία για αυτοκριτική και περισυλλογή. Για μεν την κυβέρνηση ως προς τα όρια του πολιτικού κυνισμού, του θεσμικού αμοραλισμού και της ουσιαστικής υποτίμησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Για δε τον ΣΥΡΙΖΑ, ως προς τα όρια της θεσμικής εθελοτυφλίας και του πολιτικού του απομονωτισμού, που τον απομακρύνουν από ζωντανές προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις και τον υποτάσσουν σε έναν αδιέξοδο και αυτοκαταστροφικό πολιτικό ναρκισσισμό.
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου