του Αντώνη Ρουπακιώτη
Έχουν διατυπωθεί βάσιμες ή σε κάθε περίπτωση σημαντικές απόψεις ως προς τα ζητήματα συνταγματικότητας, που θέτει το άρθρο 53 αριθ. 11 του ν. 4021/2011 και προβλέπει την επιβολή του ως «τέλους» χαρακτηριζομένου χρηματικού ποσού και τη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος σε περίπτωση μη καταβολής αυτού από τους πολίτες - καταναλωτές, όπως:
α. Ότι στερείται του ανταποδοτικού χαρακτήρα και προσχηματικά χαρακτηρίζεται ως «τέλος» το επιβαλλόμενο ποσό καθώς δεν ανταποκρίνεται στο ουσιαστικό περιεχόμενο του τέλους, αλλ’ αντιθέτως πρόκειται για καθαρή περίπτωση φορολόγησης,
β. Ότι η επιβολή αυξημένης φορολογίας στο ίδιο ακίνητο και μάλιστα αδιακρίτως και οριζοντίως (ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων) από το πρώτο τετραγωνικό μέτρο η υπερφορολόγηση ή αλλιώς η επιβάρυνση με κάθε είδους έμμεσου, άμεσου φόρου, ή «τέλους», πέραν του ότι συνιστά μέτρο μη αναλογικό και μη συμβατό με τη φοροδοτική ικανότητα κάθε πολίτη ξεχωριστά, μπορεί πλέον να αξιολογηθεί ως υπερβολικός περιορισμός έως και ματαίωση εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 Συντ. και 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ),
γ. Ότι παραβιάζεται η συμβατική σχέση του πολίτη με τη ΔΕΗ με την επιλογή αυτής ως φορέα είσπραξης του επιβαλλομένου «τέλους» - φόρου. Ωστόσο στο σημείωμα αυτό επικεντρώνεται ο έλεγχος συνταγματικότητας του άρθρου του παραπάνω νόμου, ως προς την πρόβλεψή του να διακόπτεται το ρεύμα σε περίπτωση μη καταβολής από τον πολίτη – καταναλωτή του επιβαλλόμενου «τέλους» - φόρου, διατυπώνω δε την άποψη, ότι αυτή προσκρούει στη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή οριοθετείται από το άρθρο 25 Συντάγματος. Έτσι ακόμη και αν καθ’ υπόθεση εργασίας γίνει δεκτό, ότι η επιβολή του «τέλους» - φόρου αυτού είναι αναγκαία με την επίκληση από το νόμο «επιτακτικών λόγων εθνικού συμφέροντος» ή πρόσφορο μέσο με δεδομένη την αμεσότητα είσπραξης του από τη ΔΕΗ, πιστεύω, ότι η διακοπή του ρεύματος σε περίπτωση μη καταβολής του επιβαλλόμενου «τέλους», προσκρούει στο στενό πυρήνα της αρχής της αναλογικότητας για δύο κύριους λόγους:
α. Επειδή υπάρχει η διασφαλισμένη δυνατότητα στο κράτος να επιδιώξει την είσπραξη του «τέλους» - φόρου αυτού με τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης (ΚΕΔΕ) κατά συνέπεια η θεσμοθέτηση της διακοπής του ρεύματος ως ιδιαιτέρως αυστηρότερης επιλογής σε περίπτωση μη καταβολής του «τέλους» αυτού και ανατρέπει την όποιας μορφής σχέση αναλογικότητας, που πρέπει να τηρείται μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και του επιβαλλόμενου προς είσπραξη μέτρου.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστική γιατί όχι και αποκρουστική η προαναγγελία από αρμόδιους παράγοντες, ότι, αν και μετά τη διακοπή του ρεύματος δεν καταβάλλεται το επιβαλλόμενο «τέλος», θα δίδεται επιπλέον εντολή στις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες για εφαρμογή του νόμου (ΚΕΔΕ) είσπραξης αυτού.
β. Το ρεύμα αξιολογείται στην εποχή μας ως κοινωνικό αγαθό απολύτως αναγκαίο, που αφορά στην ανθρώπινη υπόσταση και αξιοπρέπεια (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.) καθώς και την υγεία και ζωή γενικότερα του πολίτη για την προστασία της οποίας είναι υπόχρεο το κράτος (άρθρο 21 παρ. 3 Συντ. και άρθρο 8 ΕΣΔΑ). Το χρέος αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ότι υποτάσσεται στην προοπτική ενίσχυσης της εθνικής οικονομίας, ακόμη και με επιτακτική επίκληση του δημοσίου συμφέροντος και αναφορά στου δικαιώματος του κράτους « να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης » (άρθρο 25 παρ. 4 Συντ.). Έτσι δεν μπορεί νομίζω να θεωρηθεί συνταγματικώς επιτρεπτή ή ανεκτή η διακοπή του ρεύματος, όταν μάλιστα καταβάλλεται το προβλεπόμενο από τη ΔΕΗ τέλος κατανάλωσης του, εκτός και αν δεχτούμε να γυρίσουμε στην εποχή του λύχνου ή έστω της ασετιλίνης.
*Ο Αντώνης Ρουπακιώτης είναι πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου