Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Ανανεωτική Αριστερά: τέρμα; — Όχι βέβαια | Άγγελος Ελεφάντης



Αύριο, 29 Μαΐου, κλείνουν 3 χρόνια από τον θάνατο του Άγγελου Ελεφάντη, εκδότη του περιοδικού “O Πολίτης” και εμβληματικού διανοούμενου της ανανεωτικής αριστεράς. Πριν από μερικά χρόνια, και με αφορμή την τότε ενδοσυνασπισμική διαμάχη για τον άκομψο αποκλεισμό της υποψηφιότητας Παπαγιαννάκη για τον Δήμο Αθηναίων (προκρίθηκε η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα από τον Αλέκο Αλαβάνο) είχε γράψει ένα άρθρο. Εκεί, υπερασπιζόταν την επιλογή Παπαγιαννάκη και γενικά ξαναέθετε το όλο αξιακό και ιδεολογικό πλαίσιο του χώρου σε αντιδιαστολή με τη ραγδαία “ριζοσπαστικοποίηση” και “συριζοποίηση” του ΣΥΝ. Ήταν ένα εξαιρετικό άρθρο, που, έκτος της τότε συγκυρίας, έχει, νομίζουμε, αξία και τώρα και πάντα.
Εξάλλου, συμπληρώνονται φέτος και 2 χρόνια από τον θάνατο του Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Η ΔΗΜΑΡ πίνει ένα ποτό στη μνήμη του, τη Δευτέρα 29/05/2011, στις 21:00, στο “Αθήρι” (Πλαταιών 11, Κεραμεικός).

Είδες να μαδούν την κότα
Κι ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα;
Έτσι πάει το έθνος…
Δ. Σολωμός, Η γυναίκα της Ζάκυθος
Σιγόβραζε βέβαια, αλλά, όπως συνήθως σε κάθε κρίση, ξέσπασε απότομα. Κι όπως συνήθως και τούτη η κρίση ξέσπασε ψευδώνυμα. Μια νέα έριδα εδίχασε τους αριστερούς της ανανεωτικής Αριστεράς. Αυτή τη φορά μέσα στον Συνασπισμό, αλλά κι έξω απ’ αυτόν, άλλοι υποστήριξαν την υποψηφιότητα στο δήμο της Αθήνας του Μιχάλη Παπαγιαννάκη κι άλλοι του Αλέξη Τσίπρα, υποψηφιότητα που εντέλει υπερίσχυσε, και με μεγάλη πλειοψηφία, στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Συνασπισμού.
Τίποτε δεν είναι πιο φυσικό, και μάλιστα σε ένα κόμμα όπως ο ΣΥΝ, από το να υπάρχουν διαφορές απόψεων. Δεν εμφανίστηκε άλλωστε για πρώτη φορά σημαντική διαφωνία. Είναι ωστόσο εντυπωσιακό ότι ενώ όλο αυτό το φθινόπωρο το περάσαμε μέσα σε μεγάλη καταχνιά κι αντάρα, κανείς, μα απολύτως κανείς, τουλάχιστον από τους εσωκομματικά ενεχομένους, δεν κατήγγειλε τον Παπαγιαννάκη ως το στέλεχος με τις απαράδεκτες απόψεις για τα του δήμου της Αθήνας και κανείς, μα απολύτως κανείς, δεν υποστήριξε ότι ο Τσίπρας ήταν ο φορέας των σωτήριων για τα δημοτικά πράγματα απόψεων. Και, αντίθετα –πράγμα που είναι σχεδόν ταυτολογικό– δεν ειπώθηκε ότι είχαμε να κάνουμε με δύο διαφορετικές πολιτικές απόψεις για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, οπότε ο καθένας βουλευόμενος θα προέκρινε εκείνον τον υποψήφιο που θα ταίριαζε με τις πολιτικές του απόψεις. Και, γενικά, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που και στους δύο υποψηφίους έβλεπαν δύο ικανά στελέχη του Συνασπισμού, που το καθένα με τον τρόπο του θα εκπροσωπούσε επάξια το κόμμα και γενικότερα την παράταξη της ανανεωτικής Αριστεράς. Με δυο λόγια, μεγάλη η πολιτική αναταραχή, μέσα κι έξω από τον ΣΥΝ, αλλά κουβέντα για τον δήμο της Αθήνας. Άλλο ήταν το αντικείμενο της κρίσης που κατέληξε στη γνωστή έριδα. Γι’ αυτό, λοιπόν, μιλούσα πιο πάνω για καταχνιά κι αντάρα που σκέπασε και τούτη την κρίση. Το γεγονός όμως ότι τα ζητήματα και οι διαφορές δεν είναι ευθέως και σαφώς ονοματισμένα δεν σημαίνει ότι πλέουμε σε πελάγη πλήρους αδιαφάνειας. Έχουν γνωστοποιηθεί αρκετά στοιχεία που αγγίζουν έμμεσα το θέμα κι έτσι, διά της μεθόδου της οσφρήσεως, αντιλαμβανόμαστε ότι ναι μεν πρωτογενώς, τουλάχιστον, δεν υπάρχει θέμα αντιδικίας προσώπων, ωστόσο οι διαφορές είναι πολλές, σοβαρές και καταστατικής φύσεως.
Ορισμένες απ’ αυτές τις διαφορές, πολύ σοβαρές μάλιστα, άπτονται των οργανωτικών αντιλήψεων και πρακτικών που χώρισαν τα μέλη και στελέχη του ΣΥΝ σε εντελώς διακριτές και αντίπαλες παρατάξεις. Ο τρόπος με τον οποίο ο πρόεδρος του ΣΥΝ προέβαλε –και επί 8 μήνες– την υποψηφιότητα Παπαγιαννάκη, στη συνέχεια την πήρε πίσω και, παραγνωρίζοντας την πλειοψηφία της καταστατικώς αρμόδιας Νομαρχιακής Επιτροπής Αθηνών, υπέβαλε στην Κ.Ε. του ΣΥΝ την υποψηφιότητα Τσίπρα σίγουρα δεν λαμπρύνει τις δημοκρατικές παραδόσεις της ανανεωτικής Αριστεράς. Όπως, επίσης, το γεγονός ότι δεν ρωτήθηκε καμιά Πολιτική Κίνηση του κόμματος για ένα τόσο σοβαρό θέμα είναι κάτι που μοιάζει να ‘ρχεται από εκείνες τις ζοφερές εποχές κομματικής ζωής κατά τις οποίες, όπως είπε κάποιος μια φορά, “οι τέσσερις νόμοι της διαλεκτικής συνοψίζονται στην τακτική του σας τα ‘παμε, μας τα ‘πατε, σας τα ξαναλέμε”. Αλά δεν θ’ ασχοληθώ εδώ με τα διαδικαστικά~ το άρθρο των Νίκου Κοταρίδη και Νίκου Θεοτοκά στα “Ενθέματα” της “Αυγής” (27.11.2005) είναι πολύ διαφωτιστικό και αποκαλυπτικό για τα ζητήματα αυτά. Και το συμμερίζομαι απολύτως.
Τα ζητήματα αυτά όμως είναι ενδοκομματικά, κι επομένως νομιμοποιούνται να μιλούν γι’ αυτά μόνο τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΝ μέσα από τις προβλεπόμενες διαδικασίες και πρακτικές. Σε εμάς, τους εκτός, δεν πέφτει λόγος. Εγώ τουλάχιστον έμαθα να τη σέβομαι αυτή τη στάση και δεν μ’ αρέσει, καλυπτόμενος στο απυρόβλητο και το ανεύθυνο της “ανενταξίας”, να μιλώ για τα εσωτερικά του κόμματος. Μου αρκεί να συζητώ την πολιτική και τη δράση, προς τα έξω, του ΣΥΝ, για την οποία μου πέφτει λόγος, όπως σε κάθε πολίτη και μάλιστα αριστερό. Υπάρχει ωστόσο μια διάσταση του θέματος που όχι μόνο μου επιτρέπει αλλά και μου επιβάλλει να μιλώ και για τα εντός του κόμματος τεκταινόμενα. Πρόκειται για μια διάσταση που υπερβαίνει κατά πολύ την προσωπική στάση του οιουδήποτε και σηματοδοτεί μια πολύ γενικότερη κατάσταση, δομική της ανανεωτικής Αριστεράς.

Δεν μπορώ εδώ να συνοψίσω σε πέντε-δέκα αράδες τα καθέκαστα μιας σαραντάχρονης ιστορίας. Είναι γνωστό όμως ότι η ανανεωτική Αριστερά προέκυψε, το 1968, από τη διάσπαση του ΚΚΕ. Από εκείνη ωστόσο τη διάσπαση δεν προέκυψε μόνον το σοβιετόφιλο ΚΚΕ από τη μια μεριά και το ΚΚΕ εσωτερικού από την άλλη, αλλά και μια κατηγορία μελών και στελεχών της ιστορικής Αριστεράς που ονομάστηκαν “ανέντακτοι”. Οι ανέντακτοι ήταν και παρέμειναν αριστεροί, δεν προσχώρησαν σε κάποια άλλη οργάνωση, ούτε δημιούργησαν κάποια δική τους. Κι ενώ κοινή τους στάση ήταν η απόρριψη, τότε και τα επόμενα χρόνια, και των δύο κομμουνιστικών κομμάτων, ωστόσο, παρόλο που κομματικώς ήταν ανέστιοι, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς παρακολούθησαν με διάφορους τρόπους τη μοίρα και την πολιτική πορεία του ΚΚΕ εσωτερικού κι αργότερα του ενιαίου Συνασπισμού. Με αυτήν την πολιτική ευαισθησία πορεύτηκαν, χωρίς να οργανωθούν, εκτός από μια μικρή κατηγορία αριστερών, προερχόμενων κυρίως από το ΚΚΕ εσωτ., που, τελικά, συγκρότησαν την ΑΚΟΑ ή εντάχθηκαν σε κάποιες οικολογικές κινήσεις. Και ήταν ενεργοί αυτοί οι ανέντακτοι αριστεροί πολίτες. Συνεργάσθηκαν με την ανανεωτική Αριστερά σε βουλευτικές εκλογές, σε ευρωεκλογές, σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, σε πολιτιστικές κινήσεις, σε οικολογικές κινήσεις, σε δημοτικές κινήσεις και δημοτικές εκλογές, σε κινήσεις πολιτών, σε εκδοτικές προσπάθειες. Κρατούσαν πάντα τον ανέντακτο χαρακτήρα τους, δραστήριοι κι υπόφοροι σε νέες ιδέες, σε νέους πειραματισμούς. Θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι αυτό το μη οργανωμένο κομμάτι αριστερών ήταν εκείνο που, μαζί με τους οργανωμένους, σχημάτιζαν την ενεργό μάζα, τον σκληρό πυρήνα της ανανέωσης ως πολιτικού και ιδεολογικού ρεύματος. Οι δυνάμεις αυτές, οι οργανωμένες και οι ανοργάνωτες, θα αποτελέσουν την αφετηρία και το εφαλτήριο συνάμα για την ανάπτυξη του κόμματος της ανανέωσης μέσα στην κοινωνία. Μικρή ή μεγαλύτερη, αυτή η ανάπτυξη εξαρτιόταν και από τους ανέντακτους, απ’ αυτά τα οιονεί μέλη. Οι ανέντακτοι δηλαδή ήταν και είναι δομικό στοιχείο της ανανεωτικής Αριστεράς. Γενικεύοντας κάπως, αλλά όχι αυθαίρετα, στο 3% του εκλογικού σώματος που τα τελευταία χρόνια ψηφίζει τον ΣΥΝ στις βουλευτικές εκλογές, πέρα από τους οργανωμένους, ένα μεγάλο μέρος είναι ανέντακτοι εκ της ανανεωτικής Αριστεράς. Δεν είναι οπαδοί. Αυτοί λοιπόν οι ψηφοφόροι, που ψάχνουμε να τους βρούμε στις εκλογές, δεν ανήκουν σε τάσεις, μειοψηφίες και πλειοψηφίες, σαν κι αυτές που επιχωριάζουν στον οργανωμένο ΣΥΝ. Αλλά αυτούς ποιος τους ρωτάει;
Όπως καταλαβαίνει ο καθένας, αλλά και ξέρει από τις προσωπικές του εμπειρίες, οι ανέντακτοι δεν είναι όλοι το ίδιο πράγμα. Ο βαθμός σύνδεσης με τις κομματικές οργανώσεις και τους ανθρώπους του κόμματος είναι γενικά πολύ χαλαρός. Οι ανέντακτοι συνήθως ενεργοποιούνταν με δική τους πρωτοβουλία πάνω σε συγκεκριμένα αντικείμενα δράσης. Και εν πάση περιπτώσει εμφορούνται από τις ιδέες της ανανεωτικής Αριστεράς, είναι τα “παραγνωρισμένα” παιδιά ενός ανώτερου θεού. Καθώς δε οι πιο πολλοί είναι προϊόντα μικρότερων ή μεγαλύτερων διασπάσεων, που δεν κατέληξαν όμως σε εθελούσια απόταξη, οι ανέντακτοι είναι τα ζωντανά τραύματα της πορείας της ανανεωτικής Αριστεράς, με έντονη τη συνείδηση μιας ιστορικότητας στην οποία και οι ίδιοι μετέχουν και από την οποία δεν αφίστανται.
Την ύπαρξη μιας μεγάλης μερίδας ανέντακτων αριστερών κληρονόμησε και ο ΣΥΝ, που με τη σειρά του εκαλλιέργησε κι αυτός. Δηλαδή, δεδομένου ότι οι ανέντακτοι δεν ήταν μια μορφή απόταξης, αλλά πολλές περιπτώσεις κριτικής στάσης προς τον επίσημο φορέα της ανανεωτικής Αριστεράς, μιας κριτικής στάσης που έφτανε ως την πολιτική και οργανωτική αμφισβήτηση, ως εκ τούτου και ο σημερινός Συνασπισμός έχει στα αριστερά του ή τα δεξιά του σημαντική δύναμη αριστερών, πολλαπλάσιων των οργανωμένων, με τους οποίους η σχέση είναι βαθύτατα δυσλειτουργική αλλά και πολιτικά συντροφική. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η σχέση αυτή με τη λαϊκή ρήση “μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε”. Όθεν και το μεγάλο πρόβλημα: τι θα γίνει με τους ανέντακτους, των οποίων η “παραγωγή” συνεχίζεται μέχρι σήμερα;
Θα μπορούσα να πω ότι ο ΣΥΝ, όπως και παλιότερα το ΚΚΕ εσωτ. αντιμετωπίζει το πρόβλημα διά της αποσιωπήσεως. Κι όταν μιλάει για ενότητα της Αριστεράς δεν εννοεί θεραπεία του τραύματος που δημιούργησε τους κατά καιρούς ανέντακτους –ίσως γιατί θεωρεί ότι αυτούς τους έχει στην τσέπη, ίσως όμως γιατί η θεραπεία αυτής της στρεβλής σχέσης θα ανέσυρε στην επιφάνεια “οικεία κακά”. Οπότε ως ενότητα της Αριστεράς απομένει ένα κενού περιεχομένου ηθικολογικό κήρυγμα ή εξαντλείται σε μια προσπάθεια συνεργασίας με αριστερούς προερχόμενους από άλλους ιδεολογικούς ορίζοντες, όπως οι διάφορες μορφές εναλλακτισμού, αριστερισμού, κινηματισμού, κουλτουραλισμού, εσχάτως δε και ριζοσπαστισμού.
Η προσπάθεια δε προσέγγισης με τα ρεύματα αυτά προσδίδει και στον ΣΥΝ, με τον τρόπο της προσομοίωσης, χαρακτηριστικά ανάλογα, με αποτέλεσμα την πλήρη ιδεολογική του αλλοίωση ως ρεύματος της ανανεωτικής Αριστεράς.

Ως ρεύματος της ανανεωτικής Αριστεράς; Μα υπάρχει τέτοιο πρόβλημα; Η ανανεωτική Αριστερά (και η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968) υπήρξε στη βάση δύο, κατ’ αρχήν, προβλημάτων: α) την ιδεολογική και οργανωτική υπαγωγή του ελληνικού κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος στην ΕΣΣΔ και το ΚΚΣΕ, β) την ανάγκη ανάδειξης μιας ηγεσίας για το κίνημα που θα προέκυπτε από τις δυνάμεις του κόμματος μέσα στην Ελλάδα και στη βάση δημοκρατικών κομματικών διαδικασιών. Αν το δεύτερο πρόβλημα ήταν η αφετηρία για την ανάδυση του ανανεωτικού εγχειρήματος και κινήματος, η ίδια η δυναμική του ανέδειξε και το πρώτο ζήτημα, ώστε η κριτική προς τον υπαρκτό σοσιαλισμό και ειδικά τη Σοβιετική Ένωση του Μπρέζνιεφ να δυναμιτίσει το σύνολο των προβλημάτων. Προοδευτικά η ελληνική κομμουνιστική ανανέωση, το ΚΚΕ εσωτ., εν προκειμένω, έπαιρνε τις αποστάσεις της προς τον υπαρκτό, μέχρι πλήρους απορρίψεως, ταυτιζόμενη κατά κάποιον τρόπο με το γενικότερο ιδεολογικό ρεύμα των κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης που ονομάστηκε ευρωκομουνισμός. Αρκούντως γνωστά όλα αυτά και αρκούντως, πλέον, ξεχασμένα. Πάντως, απ’ αυτή τη διπλή κριτική προέκυψε το σύνολο των ανανεωτικών ιδεών για το κόμμα, για τη δημοκρατία, την Ευρώπη, τη σχέση με τις μάζες, την αυτονομία των μαζικών κινημάτων, τα εθνικά θέματα, τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, τη γενικότερη ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας και ιστορίας. Η ανανέωση, παρ’ όλες τις ασάφειές της και τις αντιφάσεις της, ήταν ένα πραγματικό κίνημα ανανέωσης της πολιτικής στο χώρο της Αριστεράς.
Εκ των πρωταγωνιστών της διαδικασίας αυτής ήταν οι ονομασθέντες ανέντακτοι, που γίνονταν ανέντακτοι διότι η επίσημη ανανέωση για πολλούς δεν υπηρετούσε σωστά το ανανεωτικό κίνημα. Στην άλλη μεριά η ανανέωση “προκαλούσε ανατριχίλα”, κατά την έκφραση του μακαρίτη Χαρίλαου Φλωράκη. Στην άλλη μεριά ένα ήταν το κόμμα, ένας ήταν και ο σοσιαλισμός, ο υπαρκτός, και μεταξύ αυτών “μέγα χάσμα εστήρικται”.
Τα προβλήματα αυτά “ξεπεράστηκαν”. Έπαψε να υπάρχει ο υπαρκτός, κανείς δεν ομνύει στον Μπρέζνιεφ. Επομένως; Επομένως η διάσπαση του 1968 έπαψε να υπάρχει. Η ανανέωση δεν έχει λόγο ύπαρξης, ο λόγος της είναι κεντροαριστερός. Άλλωστε απ’ αυτήν προέρχονται κάθε τόσο ομάδες ή στελέχη που τα βρίσκουν με το ΠΑΣΟΚ, λένε.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Για την πλειοψηφία, μετά το τελευταίο συνέδριο του ΣΥΝ, επικράτησε η άποψη ότι έτσι έχουν τα πράγματα: ανανέωση τέρμα. Πού και πού αναφέρεται μόνο το όνομά της, όπως το όνομα των μακαριστών στα ευχέλαια περί τεθνεώτων τα ψυχοσάββατα. Το θεμελιώδες και θεμελιωτικό δημοκρατικό πρόταγμα στο κόμμα ισούται με την καζουιστική των τάσεων, ενώ η δημοκρατία στην κοινωνία και τον πολιτικό βίο ορίζεται ως αμεσοδημοκρατική. Αρκεί όλα να σκεπάζονται από το στέγαστρο της αντιπαγκοσμιοποίησης, οπότε οι ενοικούντες υπό την σκέπη του δεν μπορεί παρά να είναι “ριζοσπαστικοί”. Έπονται ξόρκια και καταγγελίες. Ουδείς ομιλεί περί ετερο-παγκοσμιοποίησης (alter-modialisation), διότι έτσι εικάζεται ότι ξαναμπαίνει από το παράθυρο η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ο μεταρρυθμισμός, τουτέστιν η κεντροαριστερά. Άλλωστε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα διαχείριση της ανανεωτικής προοπτικής δίνει μπόλικα “επιχειρήματα”, κι αντίθετα ένα πλατύ πνεύμα –τόσο πλατύ όσο ο ορίζοντας– προσημαίνει συνεχώς κι αδιαλείπτως μια κάποια, έστω και προσχηματική ενότητα με τις δυνάμεις του ΚΚΕ –καθόσον αριστεροί είναι κι αυτοί, αντινεοφιλελεύθεροι και ταξικά συνεπείς. Μπορεί αυτός ο στόχος να θεωρείται απώτερος, οραματικός, οντολογικός, και επομένως ενοικεί σε κάποιο μεταφυσικό υπερπέραν, εκεί όπου τα πράγματα και τους ανθρώπους διαχωρίζει η μανιχαϊκή ιδέα του καλού και του κακού, εκεί που αν δεν είσαι με το θεό είσαι με το σατανά. Η ενότητα είναι του θεού. Πώς αλλιώς άλλωστε, αφού ο σατανάς είναι διάβολος, αυτός που διαβάλλει, που φέρνει την σύγκρουση, την αμάχη, τη διάσπαση, ενώ η ενότητα είναι αγάπη και ειρήνη, τίποτε δεν μας χωρίζει, όλοι σ’ αυτήν προσβλέπουμε. Εκτός από τους αιρεσιάρχες.
Αφού, λοιπόν, αναγορεύτηκε η ενότητα ως τόπος του καλού, έπρεπε να φύγουν από τη μέση ιδέες όπως η ανανέωση, η οποία, ως γνωστόν, γεννήθηκε από τη “διάσπαση”. Μαζί με την ανανέωση, που παραμένει ανάμεσά μας, χωρίς τα νοήματά της, εκείνα που είχε προσλάβει κι εκείνα που θα μπορούσε να καλλιεργήσει, πρέπει να αποδυναμωθούν πολιτικά και όσοι τη διατηρούν ακόμα ζωντανή, ως διακύβευμα, στόχο, συνεχή προοπτική. Αυτό το ζήτημα έθετε και το άρθρο του Δαμιανού Παπαδημητρόπουλου στον προηγούμενο “Πολίτη” (τεύχ. 137, “Συνασπισμός: η αυτοκτονική επιλογή”. Ότι δηλαδή οι σημερινές διακηρύξεις του ΣΥΝ για την “ενότητα όλης της Αριστεράς δεν είναι παρά αναίρεση του ιστορικού συμβολαίου δια του οποίου υπάρχει η παράταξη της ανανεωτικής Αριστεράς και διά του οποίου ενεγράφη στην ελληνική πολιτική σκηνή και κοινωνία”.
Εκεί, λοιπόν, έρχεται ο Μ. Παπαγιαννάκης, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες πολιτικές του θέσεις, “δεξιές”, “κεντροαριστερές” ή “αριστερές”, και επικαλείται μετά παρρησίας τη συνέχιση της ανανέωσης. Μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία, ο υποψήφιος Μ. Παπαγιαννάκης, ακριβώς επειδή επικαλείται την ανανεούμενη ανανέωση, κι ακριβώς επειδή πολλοί, πάρα πολλοί αριστεροί, έστω και ανέντακτοι, επικαλούνται ακόμα την ανανέωση, κι ακριβώς επειδή ως υποψήφιος δήμαρχος Αθηνών “υπάρχει ο κίνδυνος” την άποψή του να την ενισχύσει σημαντικά με ένα αξιόλογο ποσοστό ψήφων που θα υπερέβαινε τα καθιερωμένα, γι’ αυτό πρέπει να φύγει από τη μέση. Όχι ο ίδιος ως πρόσωπο αλλά το βάρος εκείνης της λαϊκής ετυμηγορίας που θα προέκρινε τον Παπαγιαννάκη και δι’ αυτού τη συνέχιση της ανανέωσης. Επιχειρήματα μπορούσαν να βρεθούν~ μην δεν ήταν άλλωστε για το Σχέδιο Ευρωσυντάγματος υπέρ του ΝΑΙ;
Όφειλα να εκφράσω όσα έγραψα πιο πάνω, κυρίως διότι, όπως και τόσοι άλλοι, ενώ δεν είμαι ενταγμένος στον ΣΥΝ, η υπόθεση της ανανέωσης συνεχίζει να με αφορά και δεν έπαψα να είμαι στρατευμένος σ’ αυτήν, πάνε τέσσερις δεκαετίες τώρα. Απ’ αυτή τη σκοπιά, άλλωστε, συνεργάζομαι, όσο το μπορώ κι όπου καλούμαι, με τον Συνασπισμό, όπως και τόσοι άλλοι άλλωστε. Κι αν αναφέρθηκα στους ανέντακτους αριστερούς ήταν για να υπενθυμίσω ότι υπάρχουν κι αυτοί, όχι σαν παραπονούμενα αποπαίδια μιας παλιάς και ξεπερασμένης ιστορίας αλλά ως ενεργοί αριστεροί, αγωνιστές που αγωνιούν συνεχώς τι θα γίνει μ’ εκείνη την υπόθεση του σοσιαλισμού. Μια μεγάλη υπόθεση που μας έφτιαξε όλους ως αριστερούς και που δίνει νόημα, ουσία και προοπτική στην ύπαρξη της Αριστεράς, της ανανεωτικής Αριστεράς.
Δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ στις 9/12/2005

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου