Στο κλασικό έργο του «Το τέλος της Ιδεολογίας», ο διάσηµος αµερικανός κοινωνιολόγ ος Ντάνιελ Μπελ, σχολιάζοντας το «Τηςγης οικολασµένοι»του Φραντς Φανόν, κάνει, µεταξύ άλλων, την ακόλουθη παρατήρηση: «Το µοναδικό στη σκέψη του Φανόν δεν ήταν η δικαιολόγηση που προσέφερε στη βία (...), αλλά η οξυδερκής και πρωτότυπη διάγνωσή του σύµφωνα µε την οποία η ταπείνωση ήταν η πηγή του ριζοσπαστισµού». Τηρουµένων όλων των αναλογιών, η παρατήρηση του Μπελ µπορεί να τύχει εφαρµογής και για τους σηµερινούς «αγανακτισµένους». Ο αντι-συστηµικός ριζοσπαστισµός τους έχει αφετηρία ένα βαθύ αίσθηµα ταπείνωσης, στα όρια της ντροπής. Σωµατοποιούν το συναίσθηµα αυτό και το εκθέτουν στον δηµόσιο χώρο µε τη µορφή µιας παλλαϊκής διαµαρτυρίας. Αίτηµά της: η ατοµική αξιοπρέπεια. Η µαζικότητα της διαµαρτυρίας δίνει στους εξατοµικευµένους φορείς της τη δυνατότητα να µεταµφιέσουν την ντροπή σε χολερικό θυµό, σε κραυγή που δυσκολεύεται να γίνει λόγος. Ταυτόχρονα, η µαζικότητα αυτή καθιστά ορατό, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, ένα καινούργιο φαινόµενο στη σηµερινή υπό κρίση εµπιστοσύνης αντιπροσωπευτική µας δηµοκρατία: τη δεσπόζουσα φιγούρα του συναισθηµατικού πολίτη ως «αυθεντικού» φορέα µιας νέας κοινωνιακής αντιπολίτευσης, ακόµη και αντίστασης.
Τι φωνάζουν οι «αγανακτισµένοι»; Τη συγκινησιακή, και για τον λόγο αυτό, συνοπτική απόρριψη του «διεφθαρµένου συστήµατος»που δεν κράτησε τις υποσχέσεις του, καταδικάζοντάς τους τώρα να βιώνουν σε επίπεδο ατοµικής βιογραφίας την κοινωνικήπτώση. Το κοινωνικό ασανσέρ δεν σταµάτησε «απλώς» να ανεβαίνει για µεγάλη µερίδα της λεγόµενης µεσαίας τάξης, είχε ήδη αρχίσει – πράγµα που επιταχύνθηκε λόγω µνηµονίου – µια ιλιγγιώδη κάθοδο. Η συγκινησιακή αποτύπωση αυτής της απότοµης καθόδου, της διαφαινόµενης οριστικής αποµάκρυνσης από τα αγαθά της καταναλωτικής ευµάρειας, µιας αιφνίδιας αφύπνισης από το όνειρο του ηδονιστικού ατοµικισµού, κορυφώνεται και συµβολοποιείται στη ριζική καταγγελία των«αποξενωµένων»από τα πραγµατικά προβλήµατα του «λαού» πολιτικών ελίτ. Οι τελευταίες κατηγορούνται πλέον για όλα. Υποδεικνύονται από τη «µάζα» των «αγανακτισµένων» και κυρίως από τις νεότερες ηλικίες, για τις οποίες ο «εκδηµοκρατισµός του ∆ιονύσου» φαίνεται να παίρνει πολύ νωρίς τέλος, ως η µοναδική αιτία του ατοµικού και συλλογικού κακού, ότι αποτελούν το κατεστηµένο, ότι συνιστούν τον κατεξοχήν πολιτικό εχθρό, υπεύθυνες για ένα πρωτοφανές κοινωνικό ρήγµα.
Σε αυτό το µε ισχυρά ερείσµατα µανιχαϊστικό δίπολο µπορούµε να αναγνωρίσουµε την έκφραση ενός ρεύµατος κοινωνιο-λαϊκισµού διαµαρτυρίας, ο οποίος στερείται ωστόσο αυτή τη στιγµή πολιτικής εκπροσώπησης. Σε αντίθεση, για παράδειγµα, µε τον µεταπολιτευτικό λαϊκισµό του 1974, ο σηµερινός δεν έχει ακόµη βρει τον «σωτήρα» του, τον ηγέτη που θα ενοποιήσει και θα εκφράσει, µετασχηµατίζοντάς την, την «αρνητική δηµοκρατία» της συγκίνησης των «αγανακτισµένων» σε πολιτική δύναµη εξουσίας. Στόχος ιδιαίτερα δύσκολος, στα όρια του ανέφικτου: γιατί σε συνθήκες µείζονος εσωτερικής κρίσης και της πρωτοφανούς διεθνοποίησής της, ο βολονταρισµός του ηγέτη διαθέτει µικρά περιθώρια «λυτρωτικών» πρωτοβουλιών. Αλλά και γιατί µια κοινωνία σε ψίχουλα, κατακερµατισµένη ψυχικά, δύσκολα ενοποιείται πολιτικά: αν ο λαϊκίστικος ριζοσπαστισµός του 1974 ήταν ελπιδοφόρος και συντεταγµένος, εκφράζοντας τους ταπεινούς, ο σηµερινός, συσπειρώνοντας τουςταπεινωµένους, είναι διασπορικός, µοιάζει περισσότερο µε αντιροµαντικό σπασµό, µε εξορκισµό της ήττας. Γι’ αυτό και θα µπορούσε να λειτουργήσει διαλυτικά. Πόσω µάλλον που η επιχειρούµενη τις τελευταίες ηµέρες άρθρωσή του µε µια εθνικιστικής έµπνευσης κουλτούρα, µπορεί νατον τρέψει προς ένακυνήγι µαγισσών. Στην πραγµατικότητα, βέβαια, η εθνικιστική διάσταση ήταν εξαρχής υποτείνουσα, ως δυνατότητα, στις συγκεντρώσεις. Η τωρινή της ανάδυση µέσα σε ένα εθνικο-λαϊκιστικό πλέγµα δεν προέκυψε ξαφνικά, ούτε της ήρθε απ’ έξω, δείχνοντας, ακόµα µια φορά, τη συµφυή σχέση του λαϊκισµού µε τον εθνικισµό, µέσα σε ένα φόντο ακατάσχετης συνωµοσιολογίας.
Σε πρόσφατο άρθρο του, ο Στέλιος Ράµφος, εντοπίζοντας µε οξυδέρκεια ένα γενικότερο πρόβληµα «ηγεσίας», του προσέδωσε διαφορετική τροπή, σηµειώνοντας σχετικά:«Ο ηγέτης πρέπει να δώσει κατεύθυνση στη διάχυτη δυσαρέσκεια των “αγανακτισµένων” µε το αίτηµα να συζητηθούν και να ακουστούν επίσηµα οι αντιρρήσεις τους και ταυτόχρονα να πολεµά τον κόσµο των νοοτροπιών που κρύβονται πίσω από την ηθογραφία». Να αντιστέκεται, µε άλλα λόγια, σε ένα κληροδοτηµένο και διαρκώς ανανεούµενο χιµαιρικό και καθηλωτικό sens commun των «µαζών», την ίδια στιγµή που θα διαλέγεται χωρίς αλαζονεία µαζί τους για τα πραγµατικά τους προβλήµατα.
Το άνοιγµα ενός διαύλου µη προσχηµατικής επικοινωνίας µε τον συναισθηµατικό πολίτη µοιάζει να είναι, αυτή ειδικά τη στιγµή, το δύσκολο αλλά και ανυπέρβλητο χρέος της πολιτικής. Η τελευταία δεν έχει πιθανότητα ναεπανασυνάψει κάποια στιγµή δεσµούς εµπιστοσύνης και αντιπροσώπευσης µε αυτή τη νέα συγκινησιακή φιγούρα, να γεφυρώσει το ραγδαία διευρυνόµενο χάσµα αποξένωσης που διανοίγεται ανάµεσα σε αυτήν και τους ταπεινωµένους, αν η ίδια δεν πιστέψει πραγµατικά και δεν αναλάβει µια τέτοια πρωτοβουλία: να ακούσει τους «από κάτω» και, από θέσεις κριτικής αποστασιοποίησης, να προσπαθήσει να τους αλλάξει, αλλάζοντας ταυτόχρονακαι η ίδια.
Προλαβαίνει;
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήµης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου